3,270,341
edits
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λογικός]], -ή, -όν [[λόγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ορθό]] λόγο, σωστή [[κρίση]], ορθή [[σκέψη]], αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί [[ορθά]] (α. «[[λογικό]] ον» β. «ο [[πατέρας]] μου [[είναι]] [[λογικός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[έλλογος]], αυτός που ενέχει [[λογική]], που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του ορθού λόγου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέτριος]], [[κανονικός]], μη [[υπερβολικός]], [[μετριοπαθής]], [[μετρημένος]] («[[λογική]] [[τιμή]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λογικά</i><br />οι αισθήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φέρνω]] τὰ λογικὰ (κάποιου)» — [[βοηθώ]] κάποιον να επανακτήσει τις αισθήσεις του<br />β) «[[χάνω]] τὰ λογικὰ μου» — ζαλίζομαι, μπερδεύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον λόγο («μέρεσι λογικοῑς γέγονεν | |mltxt=-ή, -ό (AM [[λογικός]], -ή, -όν [[λόγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ορθό]] λόγο, σωστή [[κρίση]], ορθή [[σκέψη]], αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί [[ορθά]] (α. «[[λογικό]] ον» β. «ο [[πατέρας]] μου [[είναι]] [[λογικός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[έλλογος]], αυτός που ενέχει [[λογική]], που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του ορθού λόγου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέτριος]], [[κανονικός]], μη [[υπερβολικός]], [[μετριοπαθής]], [[μετρημένος]] («[[λογική]] [[τιμή]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λογικά</i><br />οι αισθήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φέρνω]] τὰ λογικὰ (κάποιου)» — [[βοηθώ]] κάποιον να επανακτήσει τις αισθήσεις του<br />β) «[[χάνω]] τὰ λογικὰ μου» — ζαλίζομαι, μπερδεύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον λόγο («μέρεσι λογικοῑς γέγονεν ήχεῖν καὶ διαλέγεσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύλογος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διάνοια]], [[πνευματικός]] («λογικαὶ ἀρεταί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ευγλωττία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει στον πεζό λόγο<br /><b>3.</b> αυτός που γράφει σε πεζό λόγο («καὶ οὗτοι μέν λογικοί<br />ποιηταὶ δέ», Διογ. Λαέρτ.)<br /><b>4.</b> [[διαλεκτικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λογικὴ [[αἵρεσις]]» — η [[δογματική]] ιατρική [[σχολή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λογικῶς</i> και -<i>ά</i> (AM λογικῶς)<br />με [[λογικό]] τρόπο, με [[λογική]] [[σκέψη]], σύμφωνα με τη [[λογική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[λογική]] [[ακολουθία]], [[κατά]] [[λογική]] [[συνέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[λογική]], ορθή [[συζήτηση]], διαλεκτικά. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |