Anonymous

πλήθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πλῆθος]], ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο [[μέρος]] (α. «[[πλήθος]] πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η [[βόμβα]] εξερράγη [[ανάμεσα]] στο συγκεντρωμένο [[πλήθος]]» δ. «ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῦ πλήθει», Ηροδ.)<br /><b>2.</b> ο [[λαός]], οι κάτοικοι μιας περιοχής (α. «σειέται του χωριού το [[πλήθος]], κυματίζεται», Κρυστάλλ.)<br />β. «σμικρὸν τὸ [[πλῆθος]] τῆσδε γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το μεγαλύτερο [[μέρος]] του λαού, οι λαϊκές μάζες (α. «το [[πλήθος]] βοά [[κατά]] της δικτατορίας» β. «τὸν μὲν ἕνα ἐκ τῶν πατρικίων αἱρεῑσθαι, τὸν δ' ἕνα [[πάντως]] ἀπὸ τοῦ πλήθους καθίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[ποσότητα]], ο [[αριθμός]], η [[πληθώρα]] (α. «[[πλήθος]] αριθμών»<br /><b>8.</b> «νεῶν πόσον δὴ [[πλῆθος]] ἦν Ελληνίδων;» Αισχύλ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(κοινων.)</b> [[συνάθροιση]] ατόμων ανοργάνωτη και πρόσκαιρη, που όμως σχηματίζεται για μια ιδιαίτερη συνεργατική [[δραστηριότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[πολλαπλότητα]] («τὴν [[τριάδα]] τῆς Θεότητος εἰς πλήθους ὑποψίαν προσῆγεν», Δίδυμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι περισσότεροι, η [[πλειονότητα]] («τὸ [[πλῆθος]] ἐψηφίσαντο πολεμεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η λαϊκή [[κυριαρχία]], η [[δημοκρατία]] («ἡ τοῦ πλήθους [[αρχή]], [[δημοκρατία]] [[οὔνομα]] κληθεῑσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο όχλος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δήμο<br /><b>4.</b> [[μέγεθος]], [[έκταση]] («[[ὄρος]] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> χρονική [[έκταση]], [[μήκος]] χρόνου («...σαφῶς εὑρεῑν διὰ χρόνου [[πλῆθος]] ἀδύνατα ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[πλῆθος]]» — σε μεγάλο αριθμό<br />β) (η δοτ. ως επίρρ.) «πλήθει» — γενικά, συνολικά<br />γ) «ὡς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]]» ή «ὡς κατὰ τὸ [[πλῆθος]]» — ως επί το πλείστον, [[συνήθως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> και εμφανίζει [[μόρφημα]] -<i>θ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πλήθω]]). Για το [[ζεύγος]] [[πλῆθος]]: [[πλήθω]] <b>πρβλ.</b> [[βρῖθος]]: [[βρίθω]].
|mltxt=το / [[πλῆθος]], ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο [[μέρος]] (α. «[[πλήθος]] πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η [[βόμβα]] εξερράγη [[ανάμεσα]] στο συγκεντρωμένο [[πλήθος]]» δ. «ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῦ πλήθει», Ηροδ.)<br /><b>2.</b> ο [[λαός]], οι κάτοικοι μιας περιοχής (α. «σειέται του χωριού το [[πλήθος]], κυματίζεται», Κρυστάλλ.)<br />β. «σμικρὸν τὸ [[πλῆθος]] τῆσδε γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το μεγαλύτερο [[μέρος]] του λαού, οι λαϊκές μάζες (α. «το [[πλήθος]] βοά [[κατά]] της δικτατορίας» β. «τὸν μὲν ἕνα ἐκ τῶν πατρικίων αἱρεῑσθαι, τὸν δ' ἕνα [[πάντως]] ἀπὸ τοῦ πλήθους καθίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[ποσότητα]], ο [[αριθμός]], η [[πληθώρα]] (α. «[[πλήθος]] αριθμών»<br /><b>8.</b> «νεῶν πόσον δὴ [[πλῆθος]] ἦν Ελληνίδων;» Αισχύλ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(κοινων.)</b> [[συνάθροιση]] ατόμων ανοργάνωτη και πρόσκαιρη, που όμως σχηματίζεται για μια ιδιαίτερη συνεργατική [[δραστηριότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[πολλαπλότητα]] («τὴν [[τριάδα]] τῆς Θεότητος εἰς πλήθους ὑποψίαν προσῆγεν», Δίδυμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι περισσότεροι, η [[πλειονότητα]] («τὸ [[πλῆθος]] ἐψηφίσαντο πολεμεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η λαϊκή [[κυριαρχία]], η [[δημοκρατία]] («ἡ τοῦ πλήθους [[αρχή]], [[δημοκρατία]] [[οὔνομα]] κληθεῑσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο όχλος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δήμο<br /><b>4.</b> [[μέγεθος]], [[έκταση]] («[[ὄρος]] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> χρονική [[έκταση]], [[μήκος]] χρόνου («...σαφῶς εὑρεῖν διὰ χρόνου [[πλῆθος]] ἀδύνατα ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[πλῆθος]]» — σε μεγάλο αριθμό<br />β) (η δοτ. ως επίρρ.) «πλήθει» — γενικά, συνολικά<br />γ) «ὡς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]]» ή «ὡς κατὰ τὸ [[πλῆθος]]» — ως επί το πλείστον, [[συνήθως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> και εμφανίζει [[μόρφημα]] -<i>θ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πλήθω]]). Για το [[ζεύγος]] [[πλῆθος]]: [[πλήθω]] <b>πρβλ.</b> [[βρῖθος]]: [[βρίθω]].
}}
}}