Anonymous

προΐημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἵημι]]<br /><b>1.</b> [[αποστέλλω]] κάποιον εκ τών προτέρων ή [[στέλνω]] [[κάτι]] από [[πριν]] («[[αἶψα]] δ’ ἐπ' Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον να [[πάει]] [[κάπου]] («Μαίον' ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι [[πιθήσας]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει («[[πηδάλιον]] ἐκ χειρῶν προέηκε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αλιέα) [[πετώ]] στη [[θάλασσα]] («[[ἁλιεύς]]... ἐς πόντον προΐησι βοὸς [[κέρας]] ἀγραύλοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκσφενδονίζω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («Φηγεύς ῥα [[πρότερος]] προΐει δολιχόσκιον [[ἔγχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], [[χύνω]] («ὅς ρ' ἐς Πηνειὸν προΐει καλλίρροον [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[προδίδω]] («οἱ δέ μιν ἐξαιτέονται προεῑναι κελεύοντες Κυμαίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αυτοπαθή αντων.) επιδίδομαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («[[οὔκουν]] δεῑ ἀμελεῑν οὐδ' ἐπὶ τὸ [[αὐτίκα]] ἡδὺ προϊέναι αὑτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>προΐεμαι</i><br />α) (σχετικά με εκρίμματα, βλαστούς <b>κ.λπ.</b>) [[χύνω]], [[αποβάλλω]] ή [[βγάζω]] (α. «[[κόπρον]] δὲ προΐεται, ἕως ἂν ῇ [[σκωλήκιον]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἳ διαθερμαινόμεναι τῇ ὥρᾳ προΐενται τοὺς βλαστούς», θεόφρ.)<br />β) (σχετικά με ήχο) [[εκφωνώ]], [[εκπέμπω]] («καὶ πᾱσαν προϊέμενοι φωνήν», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[διώχνω]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]]<br />δ) [[αφήνω]], [[παραδίδω]] («τὴν Κέρκυραν έβούλοντο μὴ προέσθαι τοῖς Κορινθίοις», <b>Θουκ.</b>)<br />ε) [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]<br />στ) [[αφήνω]] κάποιον να διαφύγει<br />ζ) [[αφήνω]] να παρέλθει («μὴ προΐεσθαι διὰ κενῆς τὸν χρόνον», <b>Πολ.</b>)<br />η) (σπαν. με καλή σημ.) [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον<br />θ) [[δωρίζω]], [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] («προέσθαι τὴν εὐεργεσίαν [[ἄνευ]] μισθοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br />ι) [[παραδίδω]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[πληρωμή]]<br />ια) [[δανείζω]]<br />ιβ) [[αποβάλλω]], [[απορρίπτω]] («[[θοἰμάτιον]] προέσθαι καὶ μικροῡ γυμνόν ἐν τῷ χιτωνίσκω [[γενέσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ιγ) [[χάνω]] («εἰ γὰρ προήσεσθε τοῦτον τὸν καιρόν», Λυκούργ.)<br />ιδ) [[είμαι]] [[απερίσκεπτος]] («μὴ προέσθαι μηδ' ἐᾱσαι κατασχεῑν Φίλιππον», Δημόσθ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[προΐημι]] [[ἔπος]]» — [[πετώ]] έναν λόγο απερίσκεπτα.
|mltxt=Α [[ἵημι]]<br /><b>1.</b> [[αποστέλλω]] κάποιον εκ τών προτέρων ή [[στέλνω]] [[κάτι]] από [[πριν]] («[[αἶψα]] δ’ ἐπ' Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον να [[πάει]] [[κάπου]] («Μαίον' ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι [[πιθήσας]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει («[[πηδάλιον]] ἐκ χειρῶν προέηκε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αλιέα) [[πετώ]] στη [[θάλασσα]] («[[ἁλιεύς]]... ἐς πόντον προΐησι βοὸς [[κέρας]] ἀγραύλοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκσφενδονίζω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («Φηγεύς ῥα [[πρότερος]] προΐει δολιχόσκιον [[ἔγχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], [[χύνω]] («ὅς ρ' ἐς Πηνειὸν προΐει καλλίρροον [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[προδίδω]] («οἱ δέ μιν ἐξαιτέονται προεῑναι κελεύοντες Κυμαίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αυτοπαθή αντων.) επιδίδομαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («[[οὔκουν]] δεῑ ἀμελεῖν οὐδ' ἐπὶ τὸ [[αὐτίκα]] ἡδὺ προϊέναι αὑτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>προΐεμαι</i><br />α) (σχετικά με εκρίμματα, βλαστούς <b>κ.λπ.</b>) [[χύνω]], [[αποβάλλω]] ή [[βγάζω]] (α. «[[κόπρον]] δὲ προΐεται, ἕως ἂν ῇ [[σκωλήκιον]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἳ διαθερμαινόμεναι τῇ ὥρᾳ προΐενται τοὺς βλαστούς», θεόφρ.)<br />β) (σχετικά με ήχο) [[εκφωνώ]], [[εκπέμπω]] («καὶ πᾱσαν προϊέμενοι φωνήν», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[διώχνω]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]]<br />δ) [[αφήνω]], [[παραδίδω]] («τὴν Κέρκυραν έβούλοντο μὴ προέσθαι τοῖς Κορινθίοις», <b>Θουκ.</b>)<br />ε) [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]<br />στ) [[αφήνω]] κάποιον να διαφύγει<br />ζ) [[αφήνω]] να παρέλθει («μὴ προΐεσθαι διὰ κενῆς τὸν χρόνον», <b>Πολ.</b>)<br />η) (σπαν. με καλή σημ.) [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον<br />θ) [[δωρίζω]], [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] («προέσθαι τὴν εὐεργεσίαν [[ἄνευ]] μισθοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br />ι) [[παραδίδω]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[πληρωμή]]<br />ια) [[δανείζω]]<br />ιβ) [[αποβάλλω]], [[απορρίπτω]] («[[θοἰμάτιον]] προέσθαι καὶ μικροῡ γυμνόν ἐν τῷ χιτωνίσκω [[γενέσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ιγ) [[χάνω]] («εἰ γὰρ προήσεσθε τοῦτον τὸν καιρόν», Λυκούργ.)<br />ιδ) [[είμαι]] [[απερίσκεπτος]] («μὴ προέσθαι μηδ' ἐᾱσαι κατασχεῖν Φίλιππον», Δημόσθ.)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[προΐημι]] [[ἔπος]]» — [[πετώ]] έναν λόγο απερίσκεπτα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm