3,277,206
edits
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μάγερος]] και [[μάγειρας]] και [[μάγερας]], ο, θηλ. [[μαγείρισσα]] και μαγέρισσα (AM [[μάγειρος]], θηλ. [[μαγείρισσα]], Α δωρ. τ. [[μάγιρος]], αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. [[μαγείραινα]], Μ και [[μάγειρας]] και [[μάγερας]])<br />αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει [[έργο]] να μαγειρεύει (α. «προσέλαβαν καινούργιο μάγειρα στο [[εστιατόριο]]» β. «ὄψα μὲν γὰρ οἱ μάγειροι σκευάζουσιν ἐκ χυμῶν διαφόρων αὐστηρὰ καὶ λιπαρὰ καὶ [[γλυκέα]] καὶ δριμέα συγκεραννύντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει καλά τη [[μαγειρική]] [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοκτήτης]] μαγέρικου, λαϊκού εστιατορίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> η [[μαγείρισσα]]<br />[[χύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφαγέας]], [[χασάπης]] που έσφαζε τα ζώα και παρασκεύαζε φαγητά με αυτά («Ἄδου [[μάγειρος]]» — ο Πολύφημος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιμελητής]] στα τραπέζια, στα συμπόσια, [[τραπεζοκόμος]] («ἀλλ' εἴσιθ' ὡς [[μάγειρος]] ήδη τὰ τεμάχη ἤμελλ' | |mltxt=και [[μάγερος]] και [[μάγειρας]] και [[μάγερας]], ο, θηλ. [[μαγείρισσα]] και μαγέρισσα (AM [[μάγειρος]], θηλ. [[μαγείρισσα]], Α δωρ. τ. [[μάγιρος]], αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. [[μαγείραινα]], Μ και [[μάγειρας]] και [[μάγερας]])<br />αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει [[έργο]] να μαγειρεύει (α. «προσέλαβαν καινούργιο μάγειρα στο [[εστιατόριο]]» β. «ὄψα μὲν γὰρ οἱ μάγειροι σκευάζουσιν ἐκ χυμῶν διαφόρων αὐστηρὰ καὶ λιπαρὰ καὶ [[γλυκέα]] καὶ δριμέα συγκεραννύντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει καλά τη [[μαγειρική]] [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοκτήτης]] μαγέρικου, λαϊκού εστιατορίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> η [[μαγείρισσα]]<br />[[χύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφαγέας]], [[χασάπης]] που έσφαζε τα ζώα και παρασκεύαζε φαγητά με αυτά («Ἄδου [[μάγειρος]]» — ο Πολύφημος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιμελητής]] στα τραπέζια, στα συμπόσια, [[τραπεζοκόμος]] («ἀλλ' εἴσιθ' ὡς [[μάγειρος]] ήδη τὰ τεμάχη ἤμελλ' ἀφαιρεῖν χἠ τράπεζ' εἰσῄρετο», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκεύαζε εδέσματα από κρέατα και ψάρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον οινοχόο και τον σιτοποιό<br /><b>4.</b> ο [[θύτης]], αυτός που σφάγιαζε τα [[προς]] [[θυσία]] ζώα<br /><b>5.</b> ο [[δημόσιος]] [[μάγειρος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ιδιώτη<br /><b>6.</b> ο [[κρεοπώλης]], ο [[χασάπης]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] μαγείρου» — [[κατάλογος]] φαγητών <b>πάπ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μάγειρος]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγερj</i>-<i>ος</i>) [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Θεωρείται απίθανο ο τ. να συνδέεται με το ρ. [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], μαλλάσσω», ενώ έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] μακεδονική και συνδέεται με τον τ. [[μάχαιρα]]. Κατά μία [[άποψη]], ο ιων.-[[αττικός]] τ. [[μάγειρος]] θεωρείται [[αρχικός]], ενώ ο δωρ. τ. <i>μάγῑρος</i> αποτελεί [[άλλη]] [[ορθογραφία]] του τ., όπου το μακρό -<i>ῑ</i>-αντιστοιχεί με τη νόθο δίφθογγο -<i>ει</i>- της ιων. - αττικής. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως, λιγότερο πιθανή, ο αττ. τ. [[μάγειρος]] προέρχεται από τη δωρ. διάλεκτο, [[οπότε]] το αττ. -<i>ει</i>- αποτελεί [[μεταγραφή]] του δωρ. -<i>ῖ</i>-. Η λ. [[μάγειρος]] θεωρείται ότι αρχικά είχε θρησκευτική [[σημασία]] («αυτός που σφαγίαζε τα [[προς]] [[θυσία]] ζώα), στη [[συνέχεια]] θεωρήθηκε συνώνυμη του τ. [[δαιτρός]] («αυτός που έκοβε και μοίραζε το [[κρέας]] στα δείπνα»), ενώ με το [[πέρασμα]], του χρόνου η [[σημασία]] της περιορίστηκε να δηλώσει [[απλώς]] «αυτόν που παρασκευάζει τα φαγητά». Η λατ. έχει δανειστεί ορισμένες λ. αυτής της οικογένειας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>magira</i> «η [[μαγειρική]] [[τέχνη]]», <i>magiriscium</i> «το όργανο που χρησιμοποιεί ο [[μάγειρος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαγείραινα]], [[μαγειρεύω]], [[μαγειρικός]], [[μαγείρισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαγειρίσκος]], [[μαγειρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[μαγειροχιτώνας]]. (Β' συνθετικό) [[αρχιμάγειρος]], [[λογομάγειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπομάγειρος]], [[ισικιομάγειρος]], [[μοσχομάγειρος]], [[χοιρομάγειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οινομάγειρος]], [[παραμάγειρος]], [[πρωτομάγειρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |