Anonymous

προσφέρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[προσφέρνω]] Ν, και δωρ. τ. [[ποτιφέρω]] Α [[φέρω]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] ευγενικά ως [[δώρο]], [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] (α. «η [[εταιρεία]] του προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα [[ταξίδι]]» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[έδεσμα]] ή [[ποτό]]) [[παραθέτω]], [[κερνώ]], [[τρατάρω]] (α. «[[μετά]] το [[γεύμα]] μάς προσέφεραν [[καφέ]]» β. «προσφέρειν τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[συνεισφέρω]], [[δίνω]] [[συνεισφορά]] (α. «δεν προσφέρει [[τίποτε]] στην [[κοινωνία]]» β. «[[προσφέρω]] [[μετοίκιον]]» — [[πληρώνω]] [[φόρο]] μετοίκου, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[δωρεά]]<br /><b>2.</b> [[προτείνω]], [[δίνω]] [[κάτι]] για [[πώληση]] ή [[ανταλλαγή]] («το [[κατάστημα]] προσφέρει [[κάθε]] είδους συσκευές σε [[τιμή]] ευκαιρίας»)<br /><b>3.</b> [[προτείνω]] χρηματικό [[αντάλλαγμα]] για την [[απόκτηση]] δικαιώματος («προσέφερε τη μεγαλύτερη [[τιμή]] στον πλειστηριασμό [[αυτού]] του πίνακα»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσφέρομαι</i><br />α) [[προθυμοποιούμαι]] να [[προσφέρω]] τις υπηρεσίες μου («προσφέρθηκε να μάς πάρει [[μαζί]] του»)<br />β) [[είμαι]] [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]] («το [[κτήμα]] αυτό προσφέρεται για [[καλλιέργεια]]»)<br /><b>5.</b> (στον τ. [[προσφέρνω]]) [[μοιάζω]], [[προσομοιάζω]] («προσφέρνει περισσότερο του [[πατέρα]], [[παρά]] της μητέρας του»)<br />(μσν-αρχ.) <b>μέσ.</b> [[συμπεριφέρομαι]] («καὶ μὴν φίλοι γε προσφέρεσθε πρὸς φίλον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]] («τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα», Αίσωπ.)<br /><b>3.</b> (συν. με δοτ.) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου, [[προσβάλλω]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[θέτω]] σε [[λειτουργία]], σε [[εφαρμογή]], [[μεταχειρίζομαι]] («τεχνήματα προφέρειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] («Ἀλκμέων πρὸς τὴν δωρεήν, ἐοῡσαν τοιαύτην, τοιάδε ἐπιτηδεύσας προσέφερε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με αναθήματα και θυσίες) [[αφιερώνω]] («μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσενέγκητέ μοι... ;», ΠΔ)<br /><b>7.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υμνώ]] κάποιον<br /><b>8.</b> [[αποτείνω]], [[εκφέρω]] («ἡ Ἄτοσσα προσέφερε ἐν τῇ κοίτῃ Δαρείῳ λόγον τοιόνδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[μοιάζω]] με [[κάτι]] («προσφέρειν τρόπους [[παιδί]]», Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>10.</b> [[φθάνω]] («καὶ [[ὥσπερ]] εἰς λιμένα ἐκ χειμῶνος προσφέρεσθαι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[κάνω]] έφοδο, [[εφορμώ]] («κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσηνείχθησαν καὶ τούτων ἐκράτησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) [[πορεύομαι]] ή [[πλέω]] από ένα [[σημείο]] [[προς]] κάποιο [[άλλο]]<br /><b>13.</b> [[αποδίδω]] πρόσοδο («κλινοποιούς... οἵ [[δώδεκα]] μνᾱς ἀτελεῑς αὐτῷ προσέφερον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσφέρω]] χεῑρά τινι» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου [[πάνω]] σε κάποιον<br />β) «τὰ προσφερόμενα πράγματα» — οι υποβαλλόμενες υποθέσεις<br />γ) «προσφέρομαι τι» — [[τρώω]] ή [[πίνω]] [[κάτι]] («τοιοῡτον [[σίτον]] ἡμᾱς προσφέρεσθαι δεῑν καὶ τοιοῡτον [[ποτόν]]», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «λόγους [[προσφέρω]]» — [[κάνω]] λόγο για [[κάτι]], [[προτείνω]] [[κάτι]] («οὕτω δὴ λόγους προσφέρουσι περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῑς», <b>Θουκ.</b>)<br />ε) «[[ἄπορος]] προσφέρεσθαι» — το να μην παρέχει [[κανείς]] τη [[δυνατότητα]] για εκ του [[συστάδην]] [[εμπλοκή]] (<b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και [[προσφέρνω]] Ν, και δωρ. τ. [[ποτιφέρω]] Α [[φέρω]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] ευγενικά ως [[δώρο]], [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] (α. «η [[εταιρεία]] του προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα [[ταξίδι]]» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[έδεσμα]] ή [[ποτό]]) [[παραθέτω]], [[κερνώ]], [[τρατάρω]] (α. «[[μετά]] το [[γεύμα]] μάς προσέφεραν [[καφέ]]» β. «προσφέρειν τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[συνεισφέρω]], [[δίνω]] [[συνεισφορά]] (α. «δεν προσφέρει [[τίποτε]] στην [[κοινωνία]]» β. «[[προσφέρω]] [[μετοίκιον]]» — [[πληρώνω]] [[φόρο]] μετοίκου, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[δωρεά]]<br /><b>2.</b> [[προτείνω]], [[δίνω]] [[κάτι]] για [[πώληση]] ή [[ανταλλαγή]] («το [[κατάστημα]] προσφέρει [[κάθε]] είδους συσκευές σε [[τιμή]] ευκαιρίας»)<br /><b>3.</b> [[προτείνω]] χρηματικό [[αντάλλαγμα]] για την [[απόκτηση]] δικαιώματος («προσέφερε τη μεγαλύτερη [[τιμή]] στον πλειστηριασμό [[αυτού]] του πίνακα»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσφέρομαι</i><br />α) [[προθυμοποιούμαι]] να [[προσφέρω]] τις υπηρεσίες μου («προσφέρθηκε να μάς πάρει [[μαζί]] του»)<br />β) [[είμαι]] [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]] («το [[κτήμα]] αυτό προσφέρεται για [[καλλιέργεια]]»)<br /><b>5.</b> (στον τ. [[προσφέρνω]]) [[μοιάζω]], [[προσομοιάζω]] («προσφέρνει περισσότερο του [[πατέρα]], [[παρά]] της μητέρας του»)<br />(μσν-αρχ.) <b>μέσ.</b> [[συμπεριφέρομαι]] («καὶ μὴν φίλοι γε προσφέρεσθε πρὸς φίλον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]] («τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα», Αίσωπ.)<br /><b>3.</b> (συν. με δοτ.) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου, [[προσβάλλω]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[θέτω]] σε [[λειτουργία]], σε [[εφαρμογή]], [[μεταχειρίζομαι]] («τεχνήματα προφέρειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] («Ἀλκμέων πρὸς τὴν δωρεήν, ἐοῡσαν τοιαύτην, τοιάδε ἐπιτηδεύσας προσέφερε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με αναθήματα και θυσίες) [[αφιερώνω]] («μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσενέγκητέ μοι... ;», ΠΔ)<br /><b>7.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υμνώ]] κάποιον<br /><b>8.</b> [[αποτείνω]], [[εκφέρω]] («ἡ Ἄτοσσα προσέφερε ἐν τῇ κοίτῃ Δαρείῳ λόγον τοιόνδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[μοιάζω]] με [[κάτι]] («προσφέρειν τρόπους [[παιδί]]», Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>10.</b> [[φθάνω]] («καὶ [[ὥσπερ]] εἰς λιμένα ἐκ χειμῶνος προσφέρεσθαι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[κάνω]] έφοδο, [[εφορμώ]] («κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσηνείχθησαν καὶ τούτων ἐκράτησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) [[πορεύομαι]] ή [[πλέω]] από ένα [[σημείο]] [[προς]] κάποιο [[άλλο]]<br /><b>13.</b> [[αποδίδω]] πρόσοδο («κλινοποιούς... οἵ [[δώδεκα]] μνᾱς ἀτελεῑς αὐτῷ προσέφερον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσφέρω]] χεῑρά τινι» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου [[πάνω]] σε κάποιον<br />β) «τὰ προσφερόμενα πράγματα» — οι υποβαλλόμενες υποθέσεις<br />γ) «προσφέρομαι τι» — [[τρώω]] ή [[πίνω]] [[κάτι]] («τοιοῡτον [[σίτον]] ἡμᾱς προσφέρεσθαι δεῖν καὶ τοιοῡτον [[ποτόν]]», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «λόγους [[προσφέρω]]» — [[κάνω]] λόγο για [[κάτι]], [[προτείνω]] [[κάτι]] («οὕτω δὴ λόγους προσφέρουσι περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῑς», <b>Θουκ.</b>)<br />ε) «[[ἄπορος]] προσφέρεσθαι» — το να μην παρέχει [[κανείς]] τη [[δυνατότητα]] για εκ του [[συστάδην]] [[εμπλοκή]] (<b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm