Anonymous

συνεργώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
(39)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεργῶ, -έω, ΝΜΑ [[συνεργός]]<br />[[συντελώ]] να γίνει [[κάτι]] (α. «όλοι [[πρέπει]] να συνεργήσουν στην [[επίτευξη]] τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς [[πλῆθος]] καρποῡ», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[συνεργός]] στη [[διάπραξη]] αδικήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεργοῦμαι</i><br />α) συντελούμαι, [[γίνομαι]] («οὐκ [[ἄνευ]]... αἰτιας [[μεγάλης]] ἡ τοιαύτη συνεργεῑται [[οἰκονομία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br />β) βοηθιέμαι, [[παίρνω]] [[βοήθεια]] («τῶν συνεργουμένων ὑφ' ἑνὸς καὶ πλειόνων», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> έχω συνεργούς, έχω βοηθούς.
|mltxt=συνεργῶ, -έω, ΝΜΑ [[συνεργός]]<br />[[συντελώ]] να γίνει [[κάτι]] (α. «όλοι [[πρέπει]] να συνεργήσουν στην [[επίτευξη]] τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «ταῡτα συνεργεῖν πρὸς [[πλῆθος]] καρποῡ», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[συνεργός]] στη [[διάπραξη]] αδικήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεργοῦμαι</i><br />α) συντελούμαι, [[γίνομαι]] («οὐκ [[ἄνευ]]... αἰτιας [[μεγάλης]] ἡ τοιαύτη συνεργεῑται [[οἰκονομία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br />β) βοηθιέμαι, [[παίρνω]] [[βοήθεια]] («τῶν συνεργουμένων ὑφ' ἑνὸς καὶ πλειόνων», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> έχω συνεργούς, έχω βοηθούς.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεργῶ, -έω, ΝΜΑ [[συνεργός]]<br />[[συντελώ]] να γίνει [[κάτι]] (α. «όλοι [[πρέπει]] να συνεργήσουν στην [[επίτευξη]] τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς [[πλῆθος]] καρποῡ», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[συνεργός]] στη [[διάπραξη]] αδικήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεργοῦμαι</i><br />α) συντελούμαι, [[γίνομαι]] («οὐκ [[ἄνευ]]... αἰτιας [[μεγάλης]] ἡ τοιαύτη συνεργεῑται [[οἰκονομία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br />β) βοηθιέμαι, [[παίρνω]] [[βοήθεια]] («τῶν συνεργουμένων ὑφ' ἑνὸς καὶ πλειόνων», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> έχω συνεργούς, έχω βοηθούς.
|mltxt=συνεργῶ, -έω, ΝΜΑ [[συνεργός]]<br />[[συντελώ]] να γίνει [[κάτι]] (α. «όλοι [[πρέπει]] να συνεργήσουν στην [[επίτευξη]] τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «ταῡτα συνεργεῖν πρὸς [[πλῆθος]] καρποῡ», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[συνεργός]] στη [[διάπραξη]] αδικήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεργοῦμαι</i><br />α) συντελούμαι, [[γίνομαι]] («οὐκ [[ἄνευ]]... αἰτιας [[μεγάλης]] ἡ τοιαύτη συνεργεῑται [[οἰκονομία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br />β) βοηθιέμαι, [[παίρνω]] [[βοήθεια]] («τῶν συνεργουμένων ὑφ' ἑνὸς καὶ πλειόνων», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> έχω συνεργούς, έχω βοηθούς.
}}
}}