Anonymous

σθένω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[σθένος]]<br />(με απρμφ.) έχω τη [[δύναμη]], [[μπορώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «οὐ σθένει [[γλῶσσα]], Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν.<br />β. «βοηθεῑν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔ<br />γ. «oἱ μὲν [[οὐδέπω]] μακρὰν [[πτέσθαι]] σθένοντες», <b>Σοφ.</b><br />δ. «τὸ σιγᾱν οὐ [[σθένω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[σθένος]], [[είμαι]] [[δυνατός]] (α. «σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων», Ευρ<br />β. «σθένοντας ἐν πλούτῳ», Σοφ)<br /><b>2.</b> έχω ισχύ, έχω [[εξουσία]] (α. «κεἴ τις [[ἄλλος]] ἐν πόλει σθένει», <b>Σοφ.</b><br />β. «τοὺς [[κάτω]] σθένοντας», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[σθένος]]<br />(με απρμφ.) έχω τη [[δύναμη]], [[μπορώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «οὐ σθένει [[γλῶσσα]], Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν.<br />β. «βοηθεῖν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔ<br />γ. «oἱ μὲν [[οὐδέπω]] μακρὰν [[πτέσθαι]] σθένοντες», <b>Σοφ.</b><br />δ. «τὸ σιγᾱν οὐ [[σθένω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[σθένος]], [[είμαι]] [[δυνατός]] (α. «σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων», Ευρ<br />β. «σθένοντας ἐν πλούτῳ», Σοφ)<br /><b>2.</b> έχω ισχύ, έχω [[εξουσία]] (α. «κεἴ τις [[ἄλλος]] ἐν πόλει σθένει», <b>Σοφ.</b><br />β. «τοὺς [[κάτω]] σθένοντας», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm