Anonymous

υπόνομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
(44)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπόνομος]], -ον, ΝΑ, και θηλ. [[υπόνομος]], η, Ν<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[οχετός]] ή υπόγεια [[στοά]] για την [[αποχέτευση]] τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων<br /><b>2.</b> [[υπόγειο]] [[πέρασμα]] (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β. «[[οὐκέτι]] ὑπονόμοις, ἀλλ' ἤδη μηχαναῑς αἱρεῑν τὴν πολιτείαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) α) κάθετη οπή που διανοίγεται σε [[πέτρωμα]], όπου τοποθετούνται εκρηκτικές ύλες και ανατινάσσονται σε εργασίες εκβραχισμών ή σε λατομεία, κν. [[μίνα]]<br />β) <b>στρ.</b> υπόγεια [[στοά]] γεμάτη με εκρηκτικές ύλες, που διανοίγεται από τους πολιορκητές [[κάτω]] από οχυρωματικό [[έργο]] του εχθρού με σκοπό την ανατίναξή του, κν. [[λαγούμι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> βρομερό, σιχαμερό [[πράγμα]] («το [[στόμα]] του [[είναι]] [[σκέτος]] [[υπόνομος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> ο σκαμμένος υπογείως («[[χώρα]] [[ὑπόνομος]] πυρὶ καὶ ὕδατι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτείνεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («[[ἄντρον]] ὑπόνομον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[φλέβα]] ορυκτού<br />β) [[οχετός]] για τη [[διέλευση]] πόσιμου νερού, [[υδραγωγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑπόνομον [[ἕλκος]]» — [[πληγή]] που εκτείνεται [[κάτω]] από το [[δέρμα]] [[χωρίς]] να φαίνεται εξωτερικά (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>].
|mltxt=ο / [[ὑπόνομος]], -ον, ΝΑ, και θηλ. [[υπόνομος]], η, Ν<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[οχετός]] ή υπόγεια [[στοά]] για την [[αποχέτευση]] τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων<br /><b>2.</b> [[υπόγειο]] [[πέρασμα]] (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β. «[[οὐκέτι]] ὑπονόμοις, ἀλλ' ἤδη μηχαναῑς αἱρεῖν τὴν πολιτείαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) α) κάθετη οπή που διανοίγεται σε [[πέτρωμα]], όπου τοποθετούνται εκρηκτικές ύλες και ανατινάσσονται σε εργασίες εκβραχισμών ή σε λατομεία, κν. [[μίνα]]<br />β) <b>στρ.</b> υπόγεια [[στοά]] γεμάτη με εκρηκτικές ύλες, που διανοίγεται από τους πολιορκητές [[κάτω]] από οχυρωματικό [[έργο]] του εχθρού με σκοπό την ανατίναξή του, κν. [[λαγούμι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> βρομερό, σιχαμερό [[πράγμα]] («το [[στόμα]] του [[είναι]] [[σκέτος]] [[υπόνομος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> ο σκαμμένος υπογείως («[[χώρα]] [[ὑπόνομος]] πυρὶ καὶ ὕδατι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτείνεται [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]] («[[ἄντρον]] ὑπόνομον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[φλέβα]] ορυκτού<br />β) [[οχετός]] για τη [[διέλευση]] πόσιμου νερού, [[υδραγωγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὑπόνομον [[ἕλκος]]» — [[πληγή]] που εκτείνεται [[κάτω]] από το [[δέρμα]] [[χωρίς]] να φαίνεται εξωτερικά (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>].
}}
}}