Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τερατολογία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[αφήγηση]] ή [[περιγραφή]] παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, [[παραδοξολογία]] (α. «λέει [[συνεχώς]] τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν [[τερατολογίας]] ἀγαπώντας φιλοσοφεῑν φασιν», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[κλάδος]] της αναπτυξιακής βιολογίας ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών αιτίων, την [[ανάπτυξη]], την [[περιγραφή]] και την [[ταξινόμηση]] τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο [[καθώς]] και με την πειραματική [[παραγωγή]] τους<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]] σχετική με τα τέρατα<br /><b>3.</b> [[χονδροειδής]] [[ψευδολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιγραφή]] τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν [[κρεῶν]] σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τερατολόγος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>teratology</i>].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[αφήγηση]] ή [[περιγραφή]] παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, [[παραδοξολογία]] (α. «λέει [[συνεχώς]] τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν [[τερατολογίας]] ἀγαπώντας φιλοσοφεῖν φασιν», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[κλάδος]] της αναπτυξιακής βιολογίας ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών αιτίων, την [[ανάπτυξη]], την [[περιγραφή]] και την [[ταξινόμηση]] τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο [[καθώς]] και με την πειραματική [[παραγωγή]] τους<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]] σχετική με τα τέρατα<br /><b>3.</b> [[χονδροειδής]] [[ψευδολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιγραφή]] τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν [[κρεῶν]] σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τερατολόγος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>teratology</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm