Anonymous

ὀλέθριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΝ [[ὀλέθριος]], -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [[όλεθρος]]<br />αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, [[καταστροφή]], ο [[καταστρεπτικός]] («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο [[ετοιμοθάνατος]]<br />β) [[χαμένος]], κατεστραμμένος, αφανισμένος, [[άτυχος]] («τάλαιν' ὀλεθρία<br />τίνι τρόπῳ θανεῑν σφε φής;», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινός]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) <i>ὀλέθριον</i><br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... [[θεός]] ὀλέθριον αἰκίζει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀλέθριον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] της καταστροφής<br />β) «[[ψῆφος]] ὀλέθρια» — [[ψήφος]] θανάτου, θανατική<br />γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι [[φίλων]]» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του<br />δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — [[ονομασία]] υγρού<br />ε) «[[ἔξοδος]] ὀλεθρία» — [[έξοδος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]], που φέρνει τον όλεθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολεθρίως</i> και -<i>α</i> (Α ὀλεθρίως)<br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀλεθρίως ἔχω» — [[κινδυνεύω]] να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.
|mltxt=-α, -ο (ΑΝ [[ὀλέθριος]], -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [[όλεθρος]]<br />αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, [[καταστροφή]], ο [[καταστρεπτικός]] («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο [[ετοιμοθάνατος]]<br />β) [[χαμένος]], κατεστραμμένος, αφανισμένος, [[άτυχος]] («τάλαιν' ὀλεθρία<br />τίνι τρόπῳ θανεῖν σφε φής;», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινός]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) <i>ὀλέθριον</i><br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... [[θεός]] ὀλέθριον αἰκίζει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀλέθριον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] της καταστροφής<br />β) «[[ψῆφος]] ὀλέθρια» — [[ψήφος]] θανάτου, θανατική<br />γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι [[φίλων]]» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του<br />δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — [[ονομασία]] υγρού<br />ε) «[[ἔξοδος]] ὀλεθρία» — [[έξοδος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]], που φέρνει τον όλεθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολεθρίως</i> και -<i>α</i> (Α ὀλεθρίως)<br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀλεθρίως ἔχω» — [[κινδυνεύω]] να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm