Anonymous

ερωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική [[λύπη]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική [[επιστολή]]»)<br /><b>3.</b> ο [[επιρρεπής]] στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται<br /><b>μσν.</b><br />όμορφος, [[ευχάριστος]] στις αισθήσεις<br /><b>2.</b> [[ποθητός]]<br /><b>3.</b> ερωτευμένος<br /><b>4.</b> [[αγαπημένος]]<br /><b>5.</b> α) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐρωτικός]]<br />ο [[εραστής]]<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐρωτική</i><br />η ερωμένη, η αγαπημένη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί ζωηρά [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐρωτικά</i><br />ζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερωτικώς</i> και <i>ερωτικά</i><br />(AM ἐρωτικῶς)<br /><b>1.</b> με ερωτικό τρόπο<br /><b>2.</b> με ερωτική [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐρωτικῶς ἔχω τινός» <br />α) έχω ερωτική [[σχέση]] με κάποιον<br />β) (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ ἤδη ποιεῑν τι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i>. Η λ. [[ερωτικός]] απαντά ως α’ σύνθ. σε [[επτά]] μεσαιωνικά [[σύνθετα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερωτικόβρυτος]], [[ερωτικογραμμένος]], [[ερωτικοενήδονος]], [[ερωτικοθέλημα]], [[ερωτικοκάρδιος]], [[ερωτικοκόρη]], [[ερωτικοπόθος]]) πιθ. [[αντί]] του <i>ερωτο</i>-].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική [[λύπη]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική [[επιστολή]]»)<br /><b>3.</b> ο [[επιρρεπής]] στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται<br /><b>μσν.</b><br />όμορφος, [[ευχάριστος]] στις αισθήσεις<br /><b>2.</b> [[ποθητός]]<br /><b>3.</b> ερωτευμένος<br /><b>4.</b> [[αγαπημένος]]<br /><b>5.</b> α) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐρωτικός]]<br />ο [[εραστής]]<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐρωτική</i><br />η ερωμένη, η αγαπημένη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί ζωηρά [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐρωτικά</i><br />ζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερωτικώς</i> και <i>ερωτικά</i><br />(AM ἐρωτικῶς)<br /><b>1.</b> με ερωτικό τρόπο<br /><b>2.</b> με ερωτική [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐρωτικῶς ἔχω τινός» <br />α) έχω ερωτική [[σχέση]] με κάποιον<br />β) (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ ἤδη ποιεῖν τι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i>. Η λ. [[ερωτικός]] απαντά ως α’ σύνθ. σε [[επτά]] μεσαιωνικά [[σύνθετα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερωτικόβρυτος]], [[ερωτικογραμμένος]], [[ερωτικοενήδονος]], [[ερωτικοθέλημα]], [[ερωτικοκάρδιος]], [[ερωτικοκόρη]], [[ερωτικοπόθος]]) πιθ. [[αντί]] του <i>ερωτο</i>-].
}}
}}