Anonymous

φαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)].
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῑστα φαγεῖν τε καὶ πιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm