3,277,179
edits
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκμή]])<br /><b>1.</b> το οξύ, το κοφτερό [[μέρος]] μεταλλικού όπλου ή οργάνου<br />«[[ακμή]] του ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 9, 81)<br /><b>2.</b> το κρισιμότερο [[σημείο]], η αποφασιστική [[καμπή]] μιας υποθέσεως<br />«ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς» — στην [[κόψη]] του ξυραφιού (<b>[[πρβλ]].</b> Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῑν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)<br /><b>3.</b> η κατάλληλη [[περίσταση]]<br />«οὐκέτ' | |mltxt=η (Α [[ἀκμή]])<br /><b>1.</b> το οξύ, το κοφτερό [[μέρος]] μεταλλικού όπλου ή οργάνου<br />«[[ακμή]] του ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 9, 81)<br /><b>2.</b> το κρισιμότερο [[σημείο]], η αποφασιστική [[καμπή]] μιας υποθέσεως<br />«ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς» — στην [[κόψη]] του ξυραφιού (<b>[[πρβλ]].</b> Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῑν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)<br /><b>3.</b> η κατάλληλη [[περίσταση]]<br />«οὐκέτ' ὀκνεῖν [[καιρός]], ἀλλ' ἔργων ἀκμὴ» (<b>Σοφ.</b> Ηλ. 22)<br /><b>4.</b> η [[πλήρης]] [[εξέλιξη]], η [[ωριμότητα]] ενός πράγματος ή μιας καταστάσεως<br />«βρίσκεται στην [[ακμή]] της δραστηριότητας»<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀκμὴ ἥβης» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ. 745), «ἀκμὴ [[ἦρος]]» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 4, 64), «ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 461 a)<br /><b>5.</b> τα εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται [[συνήθως]] [[κατά]] την εφηβική [[ηλικία]]<br />«[[ακμή]] νεανική» (<b>[[πρβλ]].</b> Κάσσιο Ιατροσοφιστή, 155.37)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύναμη]], [[ζωηρότητα]] του ύφους (Ερμογ. <i>Ρήτωρ</i>, 249.2 a).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ακμή]] ξεκινώντας από την αρχική, βασική [[έννοια]] «της αιχμής, της κόψης» έφτασε με διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις να σημάνει «το ακρότατο [[σημείο]] (μιας ενεργείας)», άρα «το ύψιστο και κρίσιμο [[σημείο]]», από όπου η σημ. «κρίσιμη, κατάλληλη, ευνοϊκή [[στιγμή]], [[περίσταση]]», [[καθώς]] και την «ακρότατη, πλήρη [[εξέλιξη]]», άρα «το [[σφρίγος]], τη [[ζωτικότητα]]». Η αιτ. <i>ἀκμὴν</i> (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά για να δηλώσει το «[[μόλις]], [[τώρα]] δα, [[ακόμη]]». Ο τ. [[ἀκμήν]], με [[ανάπτυξη]] του φωνήεντος ο από [[επίδραση]] τών επιρρηματικών τύπων [[τότε]], [[πότε]] <b>κ.τ.ό.</b>, εξελίχθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους σε <i>ἀκομὴν</i> > <i>ἀκομή</i>, από όπου το σημερινό [[ακόμη]] και, με την επιρρ. κατάλ. -<i>α</i>, [[ακόμα]]. Η λ. <i>ἀκμὴ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκ</i>-<i>μᾱ</i>) ετυμολογικά ανάγεται στην πολύ παραγωγική [[ρίζα]] <i>ακ</i>- που σήμαινε τον «οξύ, αιχμηρό, κοφτερό» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄκ</i>-<i>ρος</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ή</i>, <i>ἄκ</i>-<i>ων</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ὶς</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακμάζω]], <i>ακμαίας</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκμηνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμή]], [[απακμή]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |