3,274,216
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / φῡλον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] και το θηλυκό [[γένος]] ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. | |mltxt=το / φῡλον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] και το θηλυκό [[γένος]] ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῖν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος φύλου», <b>Ξεν.</b><br />γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φυλή]], [[εθνότητα]] (α. «οι επιδρομές τών βαρβαρικών φύλων» β. «θανάτῳ πελάσεις ἀνὰ βάρβαρα φῡλα», <b>Ευρ.</b><br />γ. «Ἱππόθοος δ' ἄγε φῡλα Πελασγῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών χαρακτηριστικών με [[βάση]] τα οποία τα [[μέλη]] ενός είδους μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, τα αρσενικά και τα θηλυκά, οι οποίες συμπληρώνουν αναπαραγωγικά η μία την [[άλλη]] και αποτελούν την [[έκφραση]] του ιδιαίτερου ρόλου που έχει ο [[φορέας]] του, [[δηλαδή]] το αντίστοιχο [[άτομο]], στην [[αναπαραγωγή]] του είδους<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> η δεύτερη μεγαλύτερη [[υποδιαίρεση]] στην ταξινομική [[ιεραρχία]] τών ζώων, η οποία έπεται του βασιλείου και υποδιαιρείται σε ομοταξίες ή κλάσεις, αλλ. [[συνομοταξία]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> <b>(καταχρ.)</b> η [[κατηγορία]] της διαίρεσης στην [[ταξινόμηση]] του φυτικού βασιλείου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γοναδικό [[φύλο]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών χαρακτηριστικών του ατόμου, που καθορίζονται από τις λειτουργίες τών γεννητικών αδένων<br />β) «χρωματινικό [[φύλο]]»<br /><b>βιολ.</b> [[έκφανση]] του γενετήσιου διμορφισμού σε όλους τους ιστούς του οργανισμού, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ειδικού κοκκίου χρωματίνης, του λεγόμενου σωματίου Μπαρ, στον [[πυρήνα]] τών κυττάρων<br />γ) «χρωματοσωματικό [[φύλο]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φύλο]] του ατόμου που καθορίζεται από τον καρυότυπό του από τη [[στιγμή]] της σύλληψης, αλλ. γενετικό [[φύλο]]<br />δ) «το ισχυρό [[φύλο]]» — οι άνδρες<br />ε) «το [[ωραίο]] [[φύλο]]» — οι γυναίκες<br />στ) «το τρίτο [[φύλο]]» οι ομοφυλόφιλοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] έμψυχων όντων που [[είναι]] όμοια στη [[φύση]] [[αλλά]] διαφέρουν στο [[είδος]] (α. «[[οὔποτε]] [[φῦλον]] ὁμοῖον ἀθανάτων τε θεῶν [[χαμαὶ]] ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὥς περ Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῡλα Γιγάντων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων κοινής καταγωγής, [[γενιά]] («κρῑν' ἄνδρας κατὰ φῡλα, κατἀ φρήτρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τάξη]] ανθρώπων με κοινό [[επάγγελμα]] και [[κοινή]] [[αποστολή]] («ἐκ τοῦ βουλευτικοῡ φύλου γεγενημένος», Δίων Κάσσ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φῡλον ὀρνίθων» ή «φῡλον πτηνῶν οἰωνῶν» — τα πουλιά<br />β) «φῡλα πόντου» — τα ψάρια (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[φῦλον]] και [[φυλή]] έχουν σχηματιστεί από τη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ū</i>- της, ρίζας του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (για τη [[ρίζα]] αυτή <b>βλ. λ.</b> <i>φύω</i>), η οποία έχει αρχική σημ. «[[γίνομαι]], αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]]», με [[επίθημα]] -<i>lο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>μοχ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>, <i>ξύ</i>-<i>λο</i>-<i>ν</i>, <i>ὄχ</i>-<i>λο</i>-<i>ς</i>, <i>τρώγ</i>-<i>λη</i>) και μπορούν να παραβληθούν όσον αφορά τον σχηματισμό με το [[υγρό]] -<i>l</i>- με τα: αρχ. σλαβ. <i>bylĭje</i> «[[χορτάρι]]», ρωσ. <i>byl</i> «ήμουν». Από σημασιολογική [[άποψη]], οι λ. [[φῦλον]], [[φυλή]], με [[αφετηρία]] μια σημ. «αυτό που αναπτύχθηκε, εξελίχθηκε σε [[σύνολο]], σε [[ομάδα]]», παρουσίασαν μια σημαντική [[εξέλιξη]] και χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν το [[σύνολο]] τών ανθρώπων που έχουν [[κοινή]] [[καταγωγή]], [[γένος]] ή [[εθνότητα]], [[αλλά]] και γενικά σύνολα τα οποία εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά που τά διαφοροποιούν από άλλα σύνολα, ενώ το ουδ. [[φῦλον]] έλαβε και την πιο συγκεκριμένη σημ. «το [[αρσενικό]] και το θηλυκό [[γένος]] ανθρώπων και ζώων». Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στους τ. [[φυτόν]] «[[γόνος]], [[απόγονος]]», [[φύτλη]] «[[γένος]], [[γενιά]]», ενώ, [[κατά]] μία [[άποψη]], με ανάλογο τρόπο έχει σχηματιστεί και η λατ. λ. με σημ. «[[φυλή]]»: <i>tribus </i><i>πιθ</i>. <span style="color: red;"><</span> <i>tri</i>-<i>bhu</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhu</i>- του <i>φύω</i>. Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι από το [[ζεύγος]] [[φῦλον]]: [[φυλή]] (για τη [[διαφορά]] τονισμού, <b>πρβλ.</b> [[νεῦρον]]: [[νευρά]]) ο τ. [[φῦλον]] [[είναι]] [[κυρίως]] [[επικός]] και [[ποιητικός]], ενώ ο τ. [[φυλή]] απαντά μόνο στον πεζό λόγο και σε επιγραφές ως όρος της επίσημης γλώσσας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[φυλαδόν]], [[φυλάζω]], [[φυλέτης]], [[φυλίον]], [[φύλιος]], [[φυλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φύλαρχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυλακρισία]], [[φυλοβασιλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φυλοκρινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυλογένεση]], [[φυλογονία]], [[φυλογόνος]], [[φυλοκαθορισμός]]. (Β' συνθετικό) [[αλλόφυλος]], [[έκφυλος]], [[ετερόφυλος]], [[ομόφυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιολόφυλος]], [[ακριτόφυλος]], <i>ανομοιόφυλος</i>, <i>απρόσφυλος</i>, [[αρχίφυλος]], [[ασύμφυλος]], <i>άφυλος</i>, [[δεκάφυλος]], [[δωδεκάφυλος]], [[έμφυλος]], [[μονόφυλος]], [[μυριόφυλος]], [[ολόφυλος]], [[πάμφυλος]], [[ποικιλόφυλος]], [[πολύφυλος]], [[σύμφυλος]], [[τετράφυλος]], [[τρίφυλος]]. | ||
}} | }} |