3,274,216
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[αντίληψη]], [[μεγάλη]] πνευματική [[ικανότητα]], [[εύστροφος]], [[έξυπνος]] («η [[σκέψη]] του ήταν ευφυέστατη»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ταιριαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[διάπλαση]], καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («[[πόδας]] εὐφυεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) καλά ή [[κατάλληλα]] σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, [[χαριτωμένος]] («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε [[ωραίο]] κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλή [[προδιάθεση]], που αρμόζει από τη [[φύση]] του σε [[κάτι]], [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[οὕτως]] ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ [[πρός]] τι [[εἶναι]], τὸν δὲ ἀφυῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ [[μέσος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (κατ' ευφ.) [[προικισμένος]] με οξύ νου, [[οξύνους]], [[εφευρετικός]] («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῡν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[αντίληψη]], [[μεγάλη]] πνευματική [[ικανότητα]], [[εύστροφος]], [[έξυπνος]] («η [[σκέψη]] του ήταν ευφυέστατη»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ταιριαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[διάπλαση]], καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («[[πόδας]] εὐφυεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) καλά ή [[κατάλληλα]] σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, [[χαριτωμένος]] («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε [[ωραίο]] κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλή [[προδιάθεση]], που αρμόζει από τη [[φύση]] του σε [[κάτι]], [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[οὕτως]] ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ [[πρός]] τι [[εἶναι]], τὸν δὲ ἀφυῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ [[μέσος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (κατ' ευφ.) [[προικισμένος]] με οξύ νου, [[οξύνους]], [[εφευρετικός]] («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῡν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, [[ιδιοφυής]] ή [[μεγαλοφυής]] («εὐφυοῡς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῡ», <b>Αριστοτ.</b>). Επιρρ. <i>ευφυώς</i> (ΑΜ εὐφυῶς)<br />έξυπνα, [[κατάλληλα]], [[επιδέξια]] (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῡ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αρμόδια, [[κατάλληλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλα]], ευνοϊκά («εὐφυώς [[κείμενα]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> ή [[φύος]] <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]] «[[γίνομαι]] [[μεγάλος]], [[προκόβω]], [[προοδεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>φυής</i>, <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |