Anonymous

παρατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]] τυχαία, συμβαίνει να [[είμαι]] [[παρών]] («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. β') <i>παρατυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i><br />όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε [[πρώτος]], ο [[τυχαίος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ τοῦ παρατυχόντος» — όπως έτυχε, όπως όπως, τυχαία, [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε [[κάτι]] («τὸν πλείστοις κινδύνοις παρατετευχότα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) <i>τὸ παρατυγπαρατυγχάνω χάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i><br />οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις («ποιεῖν δὲ τὸ παρατυγχάνον ἀεὶ αὐτῷ δεῑ» — [[πρέπει]] να κάνει [[καθετί]] που οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις απαιτούν, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. αορ. απολύτως) <i>παρατυχόν</i><br />ενώ [[είναι]] ή ήταν στην [[εξουσία]] μου να..., [[αφού]] [[μπορώ]] ή μπορούσα να... («νομίζοντες ἐν καλῷ παρατυχὸν σφίσι ξυμβαλεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς τὸ παρατυγχάνον» — [[κατά]] τις απαιτήσεις τών περιστάσεων («τὰ πολλὰ τεχνᾱται πρὸς τὸ παρατυγχάνον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «ἐν τῷ παρατυγχανόντι» — [[κατά]] τις περιστάσεις («ἐν τῷ παρατυγχανόντι ἀμυνεῖν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) «ἀποκρίνομαι ἐκ τοῦ παρατυχόντος» — [[απαντώ]] «εκ του προχείρου», όπως τύχει (<b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]] τυχαία, συμβαίνει να [[είμαι]] [[παρών]] («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. β') <i>παρατυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i><br />όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε [[πρώτος]], ο [[τυχαίος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ τοῦ παρατυχόντος» — όπως έτυχε, όπως όπως, τυχαία, [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε [[κάτι]] («τὸν πλείστοις κινδύνοις παρατετευχότα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) <i>τὸ παρατυγπαρατυγχάνω χάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i><br />οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις («ποιεῖν δὲ τὸ παρατυγχάνον ἀεὶ αὐτῷ δεῑ» — [[πρέπει]] να κάνει [[καθετί]] που οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις απαιτούν, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. αορ. απολύτως) <i>παρατυχόν</i><br />ενώ [[είναι]] ή ήταν στην [[εξουσία]] μου να..., [[αφού]] [[μπορώ]] ή μπορούσα να... («νομίζοντες ἐν καλῷ παρατυχὸν σφίσι ξυμβαλεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς τὸ παρατυγχάνον» — [[κατά]] τις απαιτήσεις τών περιστάσεων («τὰ πολλὰ τεχνᾱται πρὸς τὸ παρατυγχάνον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «ἐν τῷ παρατυγχανόντι» — [[κατά]] τις περιστάσεις («ἐν τῷ παρατυγχανόντι ἀμυνεῖν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) «ἀποκρίνομαι ἐκ τοῦ παρατυχόντος» — [[απαντώ]] «εκ του προχείρου», όπως τύχει (<b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm