Anonymous

περαίτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από κάποιον, ο [[παραπέρα]] («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>περαίτερον</i><br /><b>μτφ.</b> καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητ., από τον συγκρ. [[περαιτέρω]] του [[πέρα]].
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από κάποιον, ο [[παραπέρα]] («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>περαίτερον</i><br /><b>μτφ.</b> καλύτερα («κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητ., από τον συγκρ. [[περαιτέρω]] του [[πέρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm