Anonymous

τοπικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τοπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ ([[τόπος]])<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ [[δυναστεία]]», πάπ.<br />γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα [[σημείο]] του σώματος (α. «τοπική [[αναισθησία]]» β. «[[τοπικός]] [[ερεθισμός]]» γ. «τοπικὴ [[διάθεσις]]», <b>Γαλ.</b><br />δ. «τοπικὴ [[συγκίνησις]]», Σωρ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Τοπικά</i>- [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους για τις πιθανές αποδείξεις και τη [[διαλεκτική]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τοπικό(ν) [[επίρρημα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[επίρρημα]] που φανερώνει [[τόπο]], που δηλώνει σχέσεις τόπου, όπως λ.χ. ([[εκεί]], <i>εδώ</i>, [[πάνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιδιότητας, η οποία ισχύει μόνο για ένα [[σημείο]] ευθείας, επιφάνειας ή συνόλου<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ουσ.) <i>η τοπική</i><br /><b>γραμμ.</b> παλαιά [[πτώση]] που σήμαινε <i>πού</i>, τοπικά ή χρονικά και η οποία στην αρχαία Ελληνική και στη Λατινική ταυτίστηκε με τη [[δοτική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τοπική ώρα» — η ώρα που αντιστοιχεί σε [[κάθε]] [[τόπο]] ανάλογα με το γεωγραφικό του [[πλάτος]]<br />β) «τοπική [[αυτοδιοίκηση]]» — η [[διοίκηση]] τών τοπικών υποθέσεων ορισμένης εδαφικής περιοχής, όπως [[είναι]] οι δήμοι και οι κοινότητες, εκ μέρους οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες της περιοχής αυτής<br />γ) «τοπική [[φυλή]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> [[ομάδα]] ατόμων που αντιστοιχεί χονδρικά σε έναν πληθυσμό του οποίου τα [[μέλη]] ζευγαρώνουν [[σχεδόν]] αποκλειστικά [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] οι επαφές τους με άλλες ομάδες [[είναι]] περιορισμένες [[είτε]] εξαιτίας γεωγραφικών [[φραγμών]] [[είτε]] εξαιτίας κοινωνικών απαγορεύσεων<br />δ) «τοπικοί άνεμοι»<br /><b>(μετεωρ.)</b> μικρής έντασης άνεμοι που ελέγχονται περισσότερο από την [[τοπογραφία]] και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες της περιοχής όπου εμφανίζονται [[παρά]] από τη γενικότερη [[κυκλοφορία]] στην [[ατμόσφαιρα]]<br />ε) «[[τοπικός]] [[υπεργαλαξίας]]»<br /><b>αστρον.</b> [[σύστημα]] [[γαλαξιών]] στο [[κέντρο]] του οποίου κυριαρχεί το γαλαξιακό [[σμήνος]] του αστερισμού της Παρθένου, ενώ [[τμήμα]] του αποτελεί και ο [[δικός]] μας [[γαλαξίας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόπο]], σε χώρο (α. «αἱ.,.τοιαῡται φωναί, καὶ περὶ θεοῡ πατρὸς [[πολλάκις]] ἀναγραφεῑσαι, οὐ τοπικὰς σημαίνουσι διαστάσεις», Ωριγ.<br />β. «ὕλη τοπική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοινούς τόπους, σε κοινοτοπίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τοπικώς]] / <i>τοπικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τοπικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με ένα συγκεκριμένο [[μέρος]] του σώματος, με [[εντόπιση]] σε ορισμένο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[σχέση]] με ορισμένο [[τόπο]], περιορισμένα σε έναν [[τόπο]] («τοπικά θα σημειωθούν βροχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με [[τόπο]], σε ό,τι αφορά [[τόπο]], χώρο («ἐξ εκείνου ἔχων τὴν αναφοράν, εἰς ἐκεῑνον ἐνοῦται [[πάλιν]], ἐκείνῳ τῆς διαστάσεως συγκρίσεώς τε οὐ τοπικῶς, ἀλλὰ νοερῶς γινομένης», Μέγ. Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με κοινούς τόπους, με κοινοτοπίες.
|mltxt=-ή, -ό / [[τοπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ ([[τόπος]])<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ [[δυναστεία]]», πάπ.<br />γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα [[σημείο]] του σώματος (α. «τοπική [[αναισθησία]]» β. «[[τοπικός]] [[ερεθισμός]]» γ. «τοπικὴ [[διάθεσις]]», <b>Γαλ.</b><br />δ. «τοπικὴ [[συγκίνησις]]», Σωρ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Τοπικά</i>- [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους για τις πιθανές αποδείξεις και τη [[διαλεκτική]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τοπικό(ν) [[επίρρημα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[επίρρημα]] που φανερώνει [[τόπο]], που δηλώνει σχέσεις τόπου, όπως λ.χ. ([[εκεί]], <i>εδώ</i>, [[πάνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιδιότητας, η οποία ισχύει μόνο για ένα [[σημείο]] ευθείας, επιφάνειας ή συνόλου<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ουσ.) <i>η τοπική</i><br /><b>γραμμ.</b> παλαιά [[πτώση]] που σήμαινε <i>πού</i>, τοπικά ή χρονικά και η οποία στην αρχαία Ελληνική και στη Λατινική ταυτίστηκε με τη [[δοτική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τοπική ώρα» — η ώρα που αντιστοιχεί σε [[κάθε]] [[τόπο]] ανάλογα με το γεωγραφικό του [[πλάτος]]<br />β) «τοπική [[αυτοδιοίκηση]]» — η [[διοίκηση]] τών τοπικών υποθέσεων ορισμένης εδαφικής περιοχής, όπως [[είναι]] οι δήμοι και οι κοινότητες, εκ μέρους οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες της περιοχής αυτής<br />γ) «τοπική [[φυλή]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> [[ομάδα]] ατόμων που αντιστοιχεί χονδρικά σε έναν πληθυσμό του οποίου τα [[μέλη]] ζευγαρώνουν [[σχεδόν]] αποκλειστικά [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] οι επαφές τους με άλλες ομάδες [[είναι]] περιορισμένες [[είτε]] εξαιτίας γεωγραφικών [[φραγμών]] [[είτε]] εξαιτίας κοινωνικών απαγορεύσεων<br />δ) «τοπικοί άνεμοι»<br /><b>(μετεωρ.)</b> μικρής έντασης άνεμοι που ελέγχονται περισσότερο από την [[τοπογραφία]] και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες της περιοχής όπου εμφανίζονται [[παρά]] από τη γενικότερη [[κυκλοφορία]] στην [[ατμόσφαιρα]]<br />ε) «[[τοπικός]] [[υπεργαλαξίας]]»<br /><b>αστρον.</b> [[σύστημα]] [[γαλαξιών]] στο [[κέντρο]] του οποίου κυριαρχεί το γαλαξιακό [[σμήνος]] του αστερισμού της Παρθένου, ενώ [[τμήμα]] του αποτελεί και ο [[δικός]] μας [[γαλαξίας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόπο]], σε χώρο (α. «αἱ.,.τοιαῡται φωναί, καὶ περὶ θεοῡ πατρὸς [[πολλάκις]] ἀναγραφεῑσαι, οὐ τοπικὰς σημαίνουσι διαστάσεις», Ωριγ.<br />β. «ὕλη τοπική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοινούς τόπους, σε κοινοτοπίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τοπικώς]] / <i>τοπικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τοπικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με ένα συγκεκριμένο [[μέρος]] του σώματος, με [[εντόπιση]] σε ορισμένο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[σχέση]] με ορισμένο [[τόπο]], περιορισμένα σε έναν [[τόπο]] («τοπικά θα σημειωθούν βροχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με [[τόπο]], σε ό,τι αφορά [[τόπο]], χώρο («ἐξ εκείνου ἔχων τὴν αναφοράν, εἰς ἐκεῖνον ἐνοῦται [[πάλιν]], ἐκείνῳ τῆς διαστάσεως συγκρίσεώς τε οὐ τοπικῶς, ἀλλὰ νοερῶς γινομένης», Μέγ. Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με κοινούς τόπους, με κοινοτοπίες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm