3,254,072
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νειός]], ἡ (ΑΜ, Α και [[νεός]] και νέα)<br /><b>1.</b> [[αγρός]] ο [[οποίος]] οργώθηκε και [[πάλι]], [[αφού]] παρέμεινε [[χέρσος]] για λίγο χρόνο με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] της γης, [[νιάμα]] («αἴτιον τοῦ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν | |mltxt=[[νειός]], ἡ (ΑΜ, Α και [[νεός]] και νέα)<br /><b>1.</b> [[αγρός]] ο [[οποίος]] οργώθηκε και [[πάλι]], [[αφού]] παρέμεινε [[χέρσος]] για λίγο χρόνο με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] της γης, [[νιάμα]] («αἴτιον τοῦ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῖν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[άροση]], το όργωμα και [[ιδίως]] η ειδική [[σπορά]] αγρού για αναζωογόνησή του<br /><b>αρχ.</b><br />θηλυκό [[άλογο]] που αφέθηκε ανόχευτο για έναν χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neiwos</i>, όν. που θεωρείται παρ. ενός ΙΕ επιρρ. <i>ni</i> «[[χαμηλά]], [[κάτω]]». Επομένως, [[νειός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νειFός</i>. Συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>niva</i>, σερβοκροατ. <i>njiva</i> και ρωσ. <i>niva</i>, όλα με σημ. «[[αγρός]], καλλιεργημένη γη». Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] [[μεταξύ]] των οικογενειών του [[νειός]] και του [[νέος]] (<b>πρβλ.</b> [[νέατος]], <i>νεώ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |