Anonymous

αὐτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτός]], -ή, -ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῦνος, αὐτεῑνος, ἀτός) <b>(αντων.)</b><br />Ι. <i>Αντιδιασταλτική</i>, <i>Οριστική</i> (μερικές φορές με το [[άρθρο]] ή με το έναρθρο ο [[ίδιος]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την [[ίδια]]», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ πρίγκηπας ἀτός του», «αὐτὴ τε Μανδάνη καὶ τὸν υἱὸν ἔχουσα»): <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αντιδιαστέλλει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] από όλα τα όμοια με [[αναφορά]] στην πραγματική του [[αξία]]) «αυτός [[είναι]] [[γιατρός]]», «αυτό [[είναι]] [[κρασί]]»<br /><b>2.</b> (εμφαντική [[αντιδιαστολή]] για [[μοναδικότητα]]) «σ' αυτόν στηριζόμαστε», «αυτό μόνο έχω»<br /><b>3.</b> (με [[περιφρόνηση]]) «αυτόν θα λογαριάσω», «αυτό δεν τα [[θέλω]]»<br /><b>4.</b> (με πλήρη [[απόδοση]] ενός χαρακτηρισμού) «αυτός ο [[παλιάνθρωπος]] θα μας καταστρέψει», «δεν τον λυπάσαι αυτόν τον δύστυχο»<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />«ἐπὶ τὸ αὐτό» — στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αὐτὸ τὸ [[περίορθρον]]» — ακριβώς τα χαράματα<br /><b>2.</b> «τῶν πραγμάτων ὑμῑν αὐτοῑς [[ἀντιληπτέον]]» — [[πρέπει]] εσείς οι ίδιοι να ασχοληθείτε [[σοβαρά]] με τις υποθέσεις<br /><b>3.</b> «αὐτοὶ γὰρ ἐσμέν» — είμαστε μόνοι μας, [[μεταξύ]] μας<br /><b>4.</b> «τί ποτ' ἐστὶν αὐτὸ ἡ [[ἀρετή]]» — η [[αρετή]] καθ' εαυτήν<br /><b>5.</b> «ἀνόρουσεν αὐτῆ σὺν φόρμιγγι» — σηκώθηκε με τη [[φόρμιγγα]] στο [[χέρι]]<br /><b>6.</b> «[[πέμπτος]] [[αὐτός]]» — αυτός με [[τέσσερεις]] άλλους<br /><b>7.</b> «ἐγὼ αὐτὸς» ἡ «αὐτὸς ἔγωγε» — εγώ ο [[ίδιος]], από [[μόνος]] μου<br /><b>8.</b> «αὐτὸς ἔφα»<br />(με θαυμασμό) αυτός το είπε, ο [[δάσκαλος]], ο Αριστοτέλης<br />II. <i>Επαναληπτική</i> (χρησιμοποιείται στους κανονικούς ή τους μονοσύλλαβους τύπους, <i>τον</i>, <i>την</i>, <i>τους</i> κ.λπ. [[αντί]] για το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] [[περί]] του οποίου έγινε [[λόγος]] [[προηγουμένως]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «κάλεσε τους υπαλλήλους και <i>τους</i> είπε [[πολλά]]», «οὕς μὴ εὕρισκον, [[κενοτάφιον]] αὐτοῑς ἐποίησαν»): <b>νεοελλ.</b> (πλεοναστική [[χρήση]] και των δύο τύπων ή της αντωνυμίας και του ουσ.) <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τον [[αγαπώ]] το γιο μου»<br /><b>2.</b> «μου την κατάφερε» ή «μου τη σκάρωσε» — έκανε δόλια [[ενέργεια]] σε [[βάρος]] μου<br /><b>3.</b> «την έπαθα» — για απροσδόκητο [[ατύχημα]] ή [[αποτυχία]]<br /><b>4.</b> «τη γλύτωσε» — γλύτωσε ενώ δεν το περίμενε [[κανείς]]<br /><b>5.</b> «πώς τα βλέπεις» — πώς βλέπεις την [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> «μην τα ρωτάς» — όταν η [[απάντηση]] [[είναι]] δυσάρεστη<br /><b>7.</b> «μούτζωσέ τα» ή «φασκέλωσέ τα» — με [[περιφρόνηση]] ή [[απογοήτευση]] για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>8.</b> «ήθελές τα κι έπαθές τα» — καλά να πάθεις, εσύ έφταιγες. III. <i>Προσωπική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «ούτ' εγώ ούτ' <i>αυτός</i>», «τον είδες κι εσύ», «[[κανένας]] <i>τους</i>», «όλοι <i>τους</i>»): <b>νεοελλ.</b> (η [[κλητική]]) <i>αυτέ</i><br />εσυ. IV. <i>Κτητική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]] στις πλάγιες πτώσεις<br /><b>[[πρβλ]].</b> «τα [[παιδιά]] <i>τους</i>, τα μαθήματά <i>του</i>», «καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ», ΚΔ): <b>νεοελλ.</b> (με το [[άρθρο]] με άσεμνη [[σημασία]])<br /><b>1.</b> «τα αυτά μου» (για τα αντρικά γεννητικά όργανα)<br /><b>2.</b> «η αυτή του» (για το [[πέος]])<br /><b>3.</b> «το αυτό της» (για το γυναικείο [[αιδοίο]])<br /><b>4.</b> «ο αυτός του» (για τον πρωκτό). V. <i>Δεικτική</i>: «αυτός είν' ο [[πατέρας]] μου», «αυτά τον κατάστρεψαν» «αυτός εδώ», «αυτός [[εκεί]]», «αὐτὸς δὲ εἶπε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική ήδη [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι το <i>αυ</i>- του <i>αυτός</i> συνδέεται με τα <i>αυ</i>, [[αύτε]] ή και ότι προήλθε από <i>αυ τον</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>αυτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>[[σ]]<i>υ</i> -<i>τός</i> («με πλήρη [[ζωτικότητα]]»), επιρρηματική [[πτώση]] που συνάπτεται με το αρχ. ινδ. <i>άsu</i>- «ζωή». Τέλος, άλλοι συνδέουν τον τ. <i>αυτός</i> με τα γοτθ. <i>aups</i>, <i>aupeis</i>, νέο άνω γερμ. <i>ode</i> (επίθετα που συσχετίζονται [[επίσης]] με το [[επίρρημα]] [[αύτως]])].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτός]], -ή, -ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῦνος, αὐτεῖνος, ἀτός) <b>(αντων.)</b><br />Ι. <i>Αντιδιασταλτική</i>, <i>Οριστική</i> (μερικές φορές με το [[άρθρο]] ή με το έναρθρο ο [[ίδιος]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την [[ίδια]]», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ πρίγκηπας ἀτός του», «αὐτὴ τε Μανδάνη καὶ τὸν υἱὸν ἔχουσα»): <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αντιδιαστέλλει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] από όλα τα όμοια με [[αναφορά]] στην πραγματική του [[αξία]]) «αυτός [[είναι]] [[γιατρός]]», «αυτό [[είναι]] [[κρασί]]»<br /><b>2.</b> (εμφαντική [[αντιδιαστολή]] για [[μοναδικότητα]]) «σ' αυτόν στηριζόμαστε», «αυτό μόνο έχω»<br /><b>3.</b> (με [[περιφρόνηση]]) «αυτόν θα λογαριάσω», «αυτό δεν τα [[θέλω]]»<br /><b>4.</b> (με πλήρη [[απόδοση]] ενός χαρακτηρισμού) «αυτός ο [[παλιάνθρωπος]] θα μας καταστρέψει», «δεν τον λυπάσαι αυτόν τον δύστυχο»<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />«ἐπὶ τὸ αὐτό» — στο ίδιο [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αὐτὸ τὸ [[περίορθρον]]» — ακριβώς τα χαράματα<br /><b>2.</b> «τῶν πραγμάτων ὑμῑν αὐτοῑς [[ἀντιληπτέον]]» — [[πρέπει]] εσείς οι ίδιοι να ασχοληθείτε [[σοβαρά]] με τις υποθέσεις<br /><b>3.</b> «αὐτοὶ γὰρ ἐσμέν» — είμαστε μόνοι μας, [[μεταξύ]] μας<br /><b>4.</b> «τί ποτ' ἐστὶν αὐτὸ ἡ [[ἀρετή]]» — η [[αρετή]] καθ' εαυτήν<br /><b>5.</b> «ἀνόρουσεν αὐτῆ σὺν φόρμιγγι» — σηκώθηκε με τη [[φόρμιγγα]] στο [[χέρι]]<br /><b>6.</b> «[[πέμπτος]] [[αὐτός]]» — αυτός με [[τέσσερεις]] άλλους<br /><b>7.</b> «ἐγὼ αὐτὸς» ἡ «αὐτὸς ἔγωγε» — εγώ ο [[ίδιος]], από [[μόνος]] μου<br /><b>8.</b> «αὐτὸς ἔφα»<br />(με θαυμασμό) αυτός το είπε, ο [[δάσκαλος]], ο Αριστοτέλης<br />II. <i>Επαναληπτική</i> (χρησιμοποιείται στους κανονικούς ή τους μονοσύλλαβους τύπους, <i>τον</i>, <i>την</i>, <i>τους</i> κ.λπ. [[αντί]] για το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] [[περί]] του οποίου έγινε [[λόγος]] [[προηγουμένως]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «κάλεσε τους υπαλλήλους και <i>τους</i> είπε [[πολλά]]», «οὕς μὴ εὕρισκον, [[κενοτάφιον]] αὐτοῑς ἐποίησαν»): <b>νεοελλ.</b> (πλεοναστική [[χρήση]] και των δύο τύπων ή της αντωνυμίας και του ουσ.) <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τον [[αγαπώ]] το γιο μου»<br /><b>2.</b> «μου την κατάφερε» ή «μου τη σκάρωσε» — έκανε δόλια [[ενέργεια]] σε [[βάρος]] μου<br /><b>3.</b> «την έπαθα» — για απροσδόκητο [[ατύχημα]] ή [[αποτυχία]]<br /><b>4.</b> «τη γλύτωσε» — γλύτωσε ενώ δεν το περίμενε [[κανείς]]<br /><b>5.</b> «πώς τα βλέπεις» — πώς βλέπεις την [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> «μην τα ρωτάς» — όταν η [[απάντηση]] [[είναι]] δυσάρεστη<br /><b>7.</b> «μούτζωσέ τα» ή «φασκέλωσέ τα» — με [[περιφρόνηση]] ή [[απογοήτευση]] για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>8.</b> «ήθελές τα κι έπαθές τα» — καλά να πάθεις, εσύ έφταιγες. III. <i>Προσωπική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> «ούτ' εγώ ούτ' <i>αυτός</i>», «τον είδες κι εσύ», «[[κανένας]] <i>τους</i>», «όλοι <i>τους</i>»): <b>νεοελλ.</b> (η [[κλητική]]) <i>αυτέ</i><br />εσυ. IV. <i>Κτητική</i> (για το γ' [[πρόσωπο]] στις πλάγιες πτώσεις<br /><b>[[πρβλ]].</b> «τα [[παιδιά]] <i>τους</i>, τα μαθήματά <i>του</i>», «καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ», ΚΔ): <b>νεοελλ.</b> (με το [[άρθρο]] με άσεμνη [[σημασία]])<br /><b>1.</b> «τα αυτά μου» (για τα αντρικά γεννητικά όργανα)<br /><b>2.</b> «η αυτή του» (για το [[πέος]])<br /><b>3.</b> «το αυτό της» (για το γυναικείο [[αιδοίο]])<br /><b>4.</b> «ο αυτός του» (για τον πρωκτό). V. <i>Δεικτική</i>: «αυτός είν' ο [[πατέρας]] μου», «αυτά τον κατάστρεψαν» «αυτός εδώ», «αυτός [[εκεί]]», «αὐτὸς δὲ εἶπε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική ήδη [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι το <i>αυ</i>- του <i>αυτός</i> συνδέεται με τα <i>αυ</i>, [[αύτε]] ή και ότι προήλθε από <i>αυ τον</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>αυτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>[[σ]]<i>υ</i> -<i>τός</i> («με πλήρη [[ζωτικότητα]]»), επιρρηματική [[πτώση]] που συνάπτεται με το αρχ. ινδ. <i>άsu</i>- «ζωή». Τέλος, άλλοι συνδέουν τον τ. <i>αυτός</i> με τα γοτθ. <i>aups</i>, <i>aupeis</i>, νέο άνω γερμ. <i>ode</i> (επίθετα που συσχετίζονται [[επίσης]] με το [[επίρρημα]] [[αύτως]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm