Anonymous

εύλογος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
(15)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή [[κρίση]], ο [[λογικός]], ο [[συνετός]] («εὐλογα νουθετήματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φαίνεται [[πιθανός]], [[πιθανοφανής]], [[αληθοφανής]] («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> ο [[ορθός]], ο [[σωστός]] (α. «[[είναι]] εύλογο να πας στον γάμο τους» β. «ηύραν εύλογον να στείλουν πρέσβεις», Καισάρ. Δαπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κανονικός]]<br /><b>2.</b> [[δίκαιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />δικαιολογημένος, [[δίκαιος]] («ἀποτροπῆς [[πρόφασις]] [[εὔλογος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> [[αξιέπαινος]], [[επαινετός]] («καὶ κατορθώσασι γὰρ εὔλογόν (ἐστι)» — [[διότι]] και αν επιτύχουν, το [[πράγμα]] θα [[είναι]] αξιέπαινο, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]] («οὐκ εὔλογός εἰμι», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔλογον</i><br />το [[δίκαιο]] («προσεῑναι... μοι κατὰ δύο ἀνάγκας τὸ εὔλογον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) εὔλογόν ἐστι» — [[είναι]] [[ορθό]] να<br />β) «ἐκ τῶν εὐλόγων» — [[μεταξύ]] τών πιθανών, [[κατά]] [[πάσα]] [[πιθανότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλόγως</i> και <i>εύλογα</i> (ΑΜ εὐλόγως)<br />[[κατά]] εύλογο τρόπο, [[πιθανώς]]<br /><b>μσν.</b><br />δικαιολογημένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[περίσκεψη]], λογικά («εὐλόγως ξυνήγαγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευλογία]], με [[ευχή]]<br /><b>2.</b> εντίμως («εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή [[κρίση]], ο [[λογικός]], ο [[συνετός]] («εὐλογα νουθετήματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φαίνεται [[πιθανός]], [[πιθανοφανής]], [[αληθοφανής]] («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> ο [[ορθός]], ο [[σωστός]] (α. «[[είναι]] εύλογο να πας στον γάμο τους» β. «ηύραν εύλογον να στείλουν πρέσβεις», Καισάρ. Δαπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κανονικός]]<br /><b>2.</b> [[δίκαιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />δικαιολογημένος, [[δίκαιος]] («ἀποτροπῆς [[πρόφασις]] [[εὔλογος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> [[αξιέπαινος]], [[επαινετός]] («καὶ κατορθώσασι γὰρ εὔλογόν (ἐστι)» — [[διότι]] και αν επιτύχουν, το [[πράγμα]] θα [[είναι]] αξιέπαινο, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]] («οὐκ εὔλογός εἰμι», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔλογον</i><br />το [[δίκαιο]] («προσεῖναι... μοι κατὰ δύο ἀνάγκας τὸ εὔλογον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) εὔλογόν ἐστι» — [[είναι]] [[ορθό]] να<br />β) «ἐκ τῶν εὐλόγων» — [[μεταξύ]] τών πιθανών, [[κατά]] [[πάσα]] [[πιθανότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλόγως</i> και <i>εύλογα</i> (ΑΜ εὐλόγως)<br />[[κατά]] εύλογο τρόπο, [[πιθανώς]]<br /><b>μσν.</b><br />δικαιολογημένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[περίσκεψη]], λογικά («εὐλόγως ξυνήγαγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευλογία]], με [[ευχή]]<br /><b>2.</b> εντίμως («εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
}}