3,277,649
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[στηλίτης]]<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[αναγράφω]] σε [[στήλη]] το όνομα ατόμου και την [[πράξη]] που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[στιγματίζω]] κάποιον φέρνοντας στη [[δημοσιότητα]] τις επονείδιστες πράξεις του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναφέρω]], [[εξιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]] προκειμένου να το κοινοποιήσω ( | |mltxt=ΝΜΑ [[στηλίτης]]<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[αναγράφω]] σε [[στήλη]] το όνομα ατόμου και την [[πράξη]] που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[στιγματίζω]] κάποιον φέρνοντας στη [[δημοσιότητα]] τις επονείδιστες πράξεις του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναφέρω]], [[εξιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]] προκειμένου να το κοινοποιήσω («στηλιτεῦσαι τὴν κατάραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστηλιτευμένος</i><br />στιγματισμένος ως [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. αορ.) <i>στηλιτευθέντες</i><br />αυτοί που έχουν εκτεθεί σε [[δημόσια]] [[περιφρόνηση]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στηλῑτεύω:''' записывать на стеле (τὴν κατάραν Plut.). | |elrutext='''στηλῑτεύω:''' записывать на стеле (τὴν κατάραν Plut.). | ||
}} | }} |