Anonymous

επέχω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπέχω]])<br />επιφυλάσσομαι, δεν [[εκφράζω]] οριστική [[άποψη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επέχω]] [[θέση]], [[τόπο]]» — έχω ίση [[αξία]], [[αντικαθιστώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]], [[βαστώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]] («οὐκ ἐφέξετε [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> συγκρατούμαι («ἀλλ' ἐπίσχες» — στάσου)<br /><b>μσν.</b><br />έχω [[μέσα]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[κάπου]] («θρῆνυν τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς [[πόδας]]» — [[σκαμνί]] στο οποίο θα μπορείς να τοποθετήσεις τα πόδια σου, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[έγγραφο]]) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[εξαπλώνω]] («τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] («ἐπέσχε τῇ χειρὶ τὸ [[στόμα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («[[οἶνον]] ἐπισχών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]] χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>7.</b> [[αναθέτω]] ένα [[έργο]] σε κάποιον<br /><b>8.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («ἄλλῳ δ' ἐπεῖχε τόξα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[προσβλέπω]] («ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῑς προσδοκῶν τι παρ' αὐτῶν λαβεῖν», ΚΔ)<br /><b>10.</b> [[προσέχω]] («ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («οἱ ταῑς ἀρχαῑς ἐπέχοντες», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[υπονοώ]]<br /><b>13.</b> έχω στον νου μου, [[σκοπεύω]] («τῷ δή τι καὶ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι ὁ [[Λυδός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοις ἐπέχοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>15.</b> κατευθύνομαι<br /><b>16.</b> [[πλησιάζω]]<br /><b>17.</b> φέρομαι εχθρικά σε κάποιον («τί μοι ὧδ' ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>18.</b> (για στρατό) [[αντιμετωπίζω]] τον αντίπαλο παραταγμένος για [[μάχη]]<br /><b>19.</b> [[αναστέλλω]], [[διακόπτω]] ([[ιδίως]] διαπραγματεύσεις) («ἐπισχεῖν ἐδεῑτό μου τὴν δίαιταν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>20.</b> [[αναστέλλω]] [[πληρωμή]]<br /><b>21.</b> [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] κάποιον (α. «ἐπίσχες τοῦ τόκου», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «καὶ σε [[μήτε]] νὺξ μήθ' [[ἡμέρα]] ἐπισχέτω [[ὥστε]] ἀνεῖναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπέχει</i><br />υπάρχει [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]]<br /><b>23.</b> [[μένω]] σε [[απόσταση]], δεν [[επιχειρώ]] («Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῖχε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>24.</b> [[χρονοτριβώ]] («ἐπίσχες ἕως ἄν σκέψωμαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>25.</b> [[σταματώ]], [[παύω]] («τούτου μὲν ἐπέσχεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>26.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπέχομαι</i><br />[[κρατώ]] επιφυλακτική [[στάση]]<br /><b>27.</b> [[καταλαμβάνω]] [[έκταση]], εκτείνομαι («γῆν πᾱσαν ἐπισχεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>28.</b> έχω στην [[εξουσία]] μου, [[καταλαμβάνω]] («Βοττικὴν καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>29.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[κατέχω]], [[απασχολώ]] («τὴν πόλιν ἐπεῖχε [[κλαυθμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>30.</b> [[επικρατώ]] («ἤν μὴ λαμπρὸς [[ἄνεμος]] ἐπέχη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>31.</b> [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]] («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>32.</b> [[επέρχομαι]] («ἤν ἥ τε νὺξ ἐπίσχη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>33.</b> <b>μέσ.</b> [[συναντώ]]<br /><b>34.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐπέχω]] ἐμαυτόν τινι» — [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον<br />β) «[[ἐπέχω]] τὴν γνώμην τινὶ ή τὴν διάνοιαν ἐπί τινι» — έχω τον νου μου.
|mltxt=(AM [[ἐπέχω]])<br />επιφυλάσσομαι, δεν [[εκφράζω]] οριστική [[άποψη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επέχω]] [[θέση]], [[τόπο]]» — έχω ίση [[αξία]], [[αντικαθιστώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]], [[βαστώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]] («οὐκ ἐφέξετε [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> συγκρατούμαι («ἀλλ' ἐπίσχες» — στάσου)<br /><b>μσν.</b><br />έχω [[μέσα]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[κάπου]] («θρῆνυν τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς [[πόδας]]» — [[σκαμνί]] στο οποίο θα μπορείς να τοποθετήσεις τα πόδια σου, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[έγγραφο]]) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[εξαπλώνω]] («τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] («ἐπέσχε τῇ χειρὶ τὸ [[στόμα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («[[οἶνον]] ἐπισχών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]] χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>7.</b> [[αναθέτω]] ένα [[έργο]] σε κάποιον<br /><b>8.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («ἄλλῳ δ' ἐπεῖχε τόξα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[προσβλέπω]] («ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῑς προσδοκῶν τι παρ' αὐτῶν λαβεῖν», ΚΔ)<br /><b>10.</b> [[προσέχω]] («ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («οἱ ταῖς ἀρχαῑς ἐπέχοντες», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[υπονοώ]]<br /><b>13.</b> έχω στον νου μου, [[σκοπεύω]] («τῷ δή τι καὶ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι ὁ [[Λυδός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοις ἐπέχοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>15.</b> κατευθύνομαι<br /><b>16.</b> [[πλησιάζω]]<br /><b>17.</b> φέρομαι εχθρικά σε κάποιον («τί μοι ὧδ' ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>18.</b> (για στρατό) [[αντιμετωπίζω]] τον αντίπαλο παραταγμένος για [[μάχη]]<br /><b>19.</b> [[αναστέλλω]], [[διακόπτω]] ([[ιδίως]] διαπραγματεύσεις) («ἐπισχεῖν ἐδεῑτό μου τὴν δίαιταν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>20.</b> [[αναστέλλω]] [[πληρωμή]]<br /><b>21.</b> [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] κάποιον (α. «ἐπίσχες τοῦ τόκου», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «καὶ σε [[μήτε]] νὺξ μήθ' [[ἡμέρα]] ἐπισχέτω [[ὥστε]] ἀνεῖναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπέχει</i><br />υπάρχει [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]]<br /><b>23.</b> [[μένω]] σε [[απόσταση]], δεν [[επιχειρώ]] («Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῖχε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>24.</b> [[χρονοτριβώ]] («ἐπίσχες ἕως ἄν σκέψωμαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>25.</b> [[σταματώ]], [[παύω]] («τούτου μὲν ἐπέσχεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>26.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπέχομαι</i><br />[[κρατώ]] επιφυλακτική [[στάση]]<br /><b>27.</b> [[καταλαμβάνω]] [[έκταση]], εκτείνομαι («γῆν πᾱσαν ἐπισχεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>28.</b> έχω στην [[εξουσία]] μου, [[καταλαμβάνω]] («Βοττικὴν καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>29.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[κατέχω]], [[απασχολώ]] («τὴν πόλιν ἐπεῖχε [[κλαυθμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>30.</b> [[επικρατώ]] («ἤν μὴ λαμπρὸς [[ἄνεμος]] ἐπέχη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>31.</b> [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]] («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>32.</b> [[επέρχομαι]] («ἤν ἥ τε νὺξ ἐπίσχη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>33.</b> <b>μέσ.</b> [[συναντώ]]<br /><b>34.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐπέχω]] ἐμαυτόν τινι» — [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον<br />β) «[[ἐπέχω]] τὴν γνώμην τινὶ ή τὴν διάνοιαν ἐπί τινι» — έχω τον νου μου.
}}
}}