Anonymous

τις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως [[λόγιος]] τ.)<br /> <b>1.</b> [[κάποιος]], [[ένας]] («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κάποιος]] από πολλούς<br /> <b>3.</b> (με περιοριστική ή περιφρονητική σημ.) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[κάποιος]] [[ασήμαντος]], [[κάποιος]] [[χωρίς]] [[αξία]] (α. «[[ανόητος]] τις [[νεαρός]]» β. «ὡς ταχεῑά τις... [[χάρις]] διαρρεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τινες</i><br /> μερικοί<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> α) «[[μέχρι]] προ τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) [[μέχρι]] [[πριν]] από λίγο καιρό<br /> β) «από τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) εδώ και λίγο καιρό<br /> γ) «[[μέχρι]] τινος» — [[μέχρι]] ένα μικρό [[διάστημα]], ώς ένα [[σημείο]]<br /> («[[μέχρι]] τινος θα έλθουμε [[μαζί]] σας»)<br /> δ) «[[κατά]] τι» — εν μέρει, λίγο<br /> ε) «[[κατιτί]]» — [[κάτι]] το ιδιαίτερο, [[κάτι]] το ξεχωριστό («δεν [[μπορώ]] να το εξηγήσω, [[αλλά]] έχει [[κατιτί]] που μού αρέσει»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τεός]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. <i>τεο</i> και <i>τευ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>του</i> και <i>τινος</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τεῳ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τῳ</i> και <i>τινι</i>, αιολ. τ. <i>τίῳ</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινα</i> και σπάν τ. [[τεός]], ουδ. <i>τι</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, δωρ. τ. <i>τινεν</i>, θεσσ. <i>κινες</i>, ουδ. <i>τινα</i> και [[ἄσσα]], αττ. τ. [[ἄττα]], δωρ. τ. <i>σά</i>, βοιωτ. τ. <i>τά</i><br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. [[τέων]] και τεῶν και <i>τινων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i>(<i>ν</i>), δωρ. τ. <i>τίνοις</i>, αιολ. τ. [[τίοισι]], ιων. τ. [[τέοισι]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>- II. ΣΥΝΤΑΞΗ - ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]] που αποβλέπει σε [[κάτι]] («ἵνα τις στυγέῃσι καὶ [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κανείς]] («μισεῑ τις ἐκεῑνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>3.</b> (ως εμφαντικό) α) [[κάποιος]] [[μεγάλος]], [[κάποιος]] [[σπουδαίος]] («τὸ δοκεῖν τιν' [[εἶναι]]», Μέν.)<br /> β) [[αντί]] του [[άνδρας]] («ἦν δὲ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>4.</b> (με κύρια ον.) [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]] («ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἤ Πάν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> (με αριθμτ.) α) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[αλλά]] [[ένας]] μόνον («δώσει δὲ τι ἕν γε φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) [[περίπου]], [[κάπου]] («ἐς διακοσίους τινας», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>6.</b> (με ουσ.) [[αρκετός]] («στρατῷ τινι» — με αρκετό [[στράτευμα]], <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>7.</b> (με διάφορες αντων.) α) [[ὅσος]] τις</i><br /> πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) <i>οἶός τις</i><br /> τί είδους [[άνθρωπος]]<br /> <b>8.</b> (με αρθρ.) α) εκφέρεται ομοιόπτωτα με έναρθρο ουσ. («[[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) (στους φιλοσόφους) ο ορισμένος ή ο [[τέτοιος]] (α. «ὁ τὶς [[ἵππος]]», <b>Αριστοτ.</b><br /> β. «ἡ τὶς [[γραμματική]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> γ) σε αντιθετικές προτάσεις («ὁ μὲν τις..., [[ἄλλος]] δέ...», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] της προσ. αντων. του α' και του β' προσ. («ποῑ τις τρέψεται;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> [[αντί]] του ονόματος ενός προσώπου ή πράγματος το οποίο αποφεύγει [[κανείς]] να κατονομάσει, [[κυρίως]] για ευφημισμό (α «οὐκ ἔφασαν ἰέναι, ἐὰν μή τις χρήματα διδῷ [ενν. <i>ὁ Κῡρος</i>]», <b>Ξεν.</b><br /> β. «καὶ γὰρ ἄν οὗτός τι πάθῃ, [[ταχέως]] ὑμεῑς ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>11.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) <b>(περιλπτ.)</b> ένα [[μέρος]], ένα [[τμήμα]] («ἦν τι καὶ ἐν ταῑς Συρακούσαις», <b>Θουκ.</b>)<br /> β) (<b>ως επίρρ.</b>) σε έναν βαθμό, [[κάπως]] («παρεθάρρυνέ τι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λέγω]] [ή ποιῶ] τι» — λέω [ή [[κάνω]]] [[κάτι]] σπουδαίο (<b>Πλάτ.</b>)<br /> β) «καὶ τι» — εν μέρει<br /> γ) «ἤ τι ἤ [[οὐδέν]]» — λίγο ή [[τίποτε]], [[σχεδόν]] [[τίποτε]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /> δ) «ἤ τις ἤ [[οὐδείς]]» — [[σχεδόν]] [[κανείς]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br /> ε) «τὸ μέν... τὸ δὲ τι...»εν μέρει μεν... εν μέρει δε, [[κάπως]] (<b>Θουκ.</b>, <b>Πολ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. ερωτ. <i>τίς</i>].
|mltxt=τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως [[λόγιος]] τ.)<br /> <b>1.</b> [[κάποιος]], [[ένας]] («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κάποιος]] από πολλούς<br /> <b>3.</b> (με περιοριστική ή περιφρονητική σημ.) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[κάποιος]] [[ασήμαντος]], [[κάποιος]] [[χωρίς]] [[αξία]] (α. «[[ανόητος]] τις [[νεαρός]]» β. «ὡς ταχεῑά τις... [[χάρις]] διαρρεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τινες</i><br /> μερικοί<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> α) «[[μέχρι]] προ τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) [[μέχρι]] [[πριν]] από λίγο καιρό<br /> β) «από τινος»<br /> (ενν. <i>χρόνου</i>) εδώ και λίγο καιρό<br /> γ) «[[μέχρι]] τινος» — [[μέχρι]] ένα μικρό [[διάστημα]], ώς ένα [[σημείο]]<br /> («[[μέχρι]] τινος θα έλθουμε [[μαζί]] σας»)<br /> δ) «[[κατά]] τι» — εν μέρει, λίγο<br /> ε) «[[κατιτί]]» — [[κάτι]] το ιδιαίτερο, [[κάτι]] το ξεχωριστό («δεν [[μπορώ]] να το εξηγήσω, [[αλλά]] έχει [[κατιτί]] που μού αρέσει»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (<b>στον εν.</b>)<br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> σπάν. ιων. και δωρ. τ. [[τεός]]<br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. <i>τεο</i> και <i>τευ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>του</i> και <i>τινος</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> ιων. τ. <i>τεῳ</i>, ποιητ. και αττ. τ. <i>τῳ</i> και <i>τινι</i>, αιολ. τ. <i>τίῳ</i><br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινα</i> και σπάν τ. [[τεός]], ουδ. <i>τι</i>- Β. <b>στον πληθ.</b><br /> <b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τίνες</i>, δωρ. τ. <i>τινεν</i>, θεσσ. <i>κινες</i>, ουδ. <i>τινα</i> και [[ἄσσα]], αττ. τ. [[ἄττα]], δωρ. τ. <i>σά</i>, βοιωτ. τ. <i>τά</i><br /> <b>2.</b> <b>γεν.</b> ιων. τ. [[τέων]] και τεῶν και <i>τινων</i><br /> <b>3.</b> <b>δοτ.</b> <i>τίσι</i>(<i>ν</i>), δωρ. τ. <i>τίνοις</i>, αιολ. τ. [[τίοισι]], ιων. τ. [[τέοισι]]<br /> <b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> αρσ. και θηλ. <i>τινας</i>, ουδ. <i>τινα</i>- II. ΣΥΝΤΑΞΗ - ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάθε]] ενδιαφερόμενος, [[καθένας]] που αποβλέπει σε [[κάτι]] («ἵνα τις στυγέῃσι καὶ [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κανείς]] («μισεῑ τις ἐκεῖνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>3.</b> (ως εμφαντικό) α) [[κάποιος]] [[μεγάλος]], [[κάποιος]] [[σπουδαίος]] («τὸ δοκεῖν τιν' [[εἶναι]]», Μέν.)<br /> β) [[αντί]] του [[άνδρας]] («ἦν δὲ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>4.</b> (με κύρια ον.) [[κάποιος]] όμοιος, [[κάποιος]] [[τέτοιος]] («ἤ τις [[Ἀπόλλων]] ἤ Πάν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> (με αριθμτ.) α) [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]], [[αλλά]] [[ένας]] μόνον («δώσει δὲ τι ἕν γε φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) [[περίπου]], [[κάπου]] («ἐς διακοσίους τινας», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>6.</b> (με ουσ.) [[αρκετός]] («στρατῷ τινι» — με αρκετό [[στράτευμα]], <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>7.</b> (με διάφορες αντων.) α) [[ὅσος]] τις</i><br /> πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> β) <i>οἶός τις</i><br /> τί είδους [[άνθρωπος]]<br /> <b>8.</b> (με αρθρ.) α) εκφέρεται ομοιόπτωτα με έναρθρο ουσ. («[[ὅταν]] δ' ὁ [[κύριος]] παρῇ τις», <b>Σοφ.</b>)<br /> β) (στους φιλοσόφους) ο ορισμένος ή ο [[τέτοιος]] (α. «ὁ τὶς [[ἵππος]]», <b>Αριστοτ.</b><br /> β. «ἡ τὶς [[γραμματική]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> γ) σε αντιθετικές προτάσεις («ὁ μὲν τις..., [[ἄλλος]] δέ...», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[αντί]] της προσ. αντων. του α' και του β' προσ. («ποῑ τις τρέψεται;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> [[αντί]] του ονόματος ενός προσώπου ή πράγματος το οποίο αποφεύγει [[κανείς]] να κατονομάσει, [[κυρίως]] για ευφημισμό (α «οὐκ ἔφασαν ἰέναι, ἐὰν μή τις χρήματα διδῷ [ενν. <i>ὁ Κῡρος</i>]», <b>Ξεν.</b><br /> β. «καὶ γὰρ ἄν οὗτός τι πάθῃ, [[ταχέως]] ὑμεῑς ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>11.</b> (<b>το ουδ.</b>) α) <b>(περιλπτ.)</b> ένα [[μέρος]], ένα [[τμήμα]] («ἦν τι καὶ ἐν ταῑς Συρακούσαις», <b>Θουκ.</b>)<br /> β) (<b>ως επίρρ.</b>) σε έναν βαθμό, [[κάπως]] («παρεθάρρυνέ τι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λέγω]] [ή ποιῶ] τι» — λέω [ή [[κάνω]]] [[κάτι]] σπουδαίο (<b>Πλάτ.</b>)<br /> β) «καὶ τι» — εν μέρει<br /> γ) «ἤ τι ἤ [[οὐδέν]]» — λίγο ή [[τίποτε]], [[σχεδόν]] [[τίποτε]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /> δ) «ἤ τις ἤ [[οὐδείς]]» — [[σχεδόν]] [[κανείς]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br /> ε) «τὸ μέν... τὸ δὲ τι...»εν μέρει μεν... εν μέρει δε, [[κάπως]] (<b>Θουκ.</b>, <b>Πολ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. ερωτ. <i>τίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm