Anonymous

μοιχεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μοιχεύω]]) [[μοιχός]]<br />[[διαπράττω]] [[μοιχεία]], [[παραβαίνω]] τη συζυγική [[πίστη]], [[είμαι]] [[μοιχός]], [[συνευρίσκομαι]] με έγγαμη [[γυναίκα]] («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) συνουσιάζομαι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μολύνω]] ηθικά<br />β) [[παραποιώ]], [[αλλοιώνω]], [[διατρέφω]]<br />(μσν.-αρχ.)1. [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]] («[[πάλιν]] ὁ [[γόης]] ἀπατᾷ θέλων αὐτὴν μοιχεῡσαι», Βί. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> [[λατρεύω]] τα είδωλα («καὶ ἐμοίχευσε τὸ [[ξύλον]] καὶ τὸν λίθον», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μοιχεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μοιχαλίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πτηνά) [[έρχομαι]] σε [[επιμιξία]] με [[άλλο]] [[γένος]], διασταυρώνομαι («τὰ γὰρ ἄλλα γένη μέμικται καὶ μεμοίχευται ὑπ' [[ἀλλήλων]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα» — δεν θα μού υφαρπαγούν τα [[φιλιά]] [[κατά]] μοιχικό τρόπο, Αχιλλ. Τάτ.
|mltxt=(ΑΜ [[μοιχεύω]]) [[μοιχός]]<br />[[διαπράττω]] [[μοιχεία]], [[παραβαίνω]] τη συζυγική [[πίστη]], [[είμαι]] [[μοιχός]], [[συνευρίσκομαι]] με έγγαμη [[γυναίκα]] («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) συνουσιάζομαι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μολύνω]] ηθικά<br />β) [[παραποιώ]], [[αλλοιώνω]], [[διατρέφω]]<br />(μσν.-αρχ.)1. [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]] («[[πάλιν]] ὁ [[γόης]] ἀπατᾷ θέλων αὐτὴν μοιχεῦσαι», Βί. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> [[λατρεύω]] τα είδωλα («καὶ ἐμοίχευσε τὸ [[ξύλον]] καὶ τὸν λίθον», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μοιχεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μοιχαλίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πτηνά) [[έρχομαι]] σε [[επιμιξία]] με [[άλλο]] [[γένος]], διασταυρώνομαι («τὰ γὰρ ἄλλα γένη μέμικται καὶ μεμοίχευται ὑπ' [[ἀλλήλων]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα» — δεν θα μού υφαρπαγούν τα [[φιλιά]] [[κατά]] μοιχικό τρόπο, Αχιλλ. Τάτ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm