Anonymous

λαβύρινθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λαβύρινθος]])<br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] ή [[σπήλαιο]] ή τεχνητό όρυγμα με πολλούς και πολύπλοκους διαδρόμους οι οποίοι δυσχεραίνουν τον προσανατολισμό και την [[κυκλοφορία]] [[μέσα]] σ' αυτό, [[καθώς]] και την [[έξοδο]] από αυτό, όπως ήταν το [[οικοδόμημα]] με 3.000 δωμάτια που έκτισε στην Μέση Αίγυπτο ο Ψαμμήτιχος ή το μυθολογικό [[ενδιαίτημα]] του Μινωταύρου στην κυωσό της Κρήτης (α. «πρὸς δὲ τούτοις ἡ τοῦ λαβυρίνθου κατασκευὴ πάρισον ταῑς πυραμίσιν ἐστὶν [[ἔργον]]», <b>Στράβ.</b><br />β. «κατασκευάσαι τῷ βασιλεύοντι τῆς Κρήτης Μίνωϊ λαβύρινθον ὅμοιον τῷ κατ' Αἴγυπτον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που καθιστά δύσκολη την [[εξεύρεση]] λύσης ή [[καθετί]] που δύσκολα μπορεί να το κατανοήσει ή να το παρακολουθήσει [[κανείς]], περίπλοκο [[ζήτημα]], [[δυσνόητος]] [[συλλογισμός]], σκοτεινή [[σκέψη]] («λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών [[μερών]] που αποτελούν το έσω ους δηλ. ο [[κοχλίας]] και η [[αίθουσα]] με τους ημικύκλιους σωλήνες (α. «[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]]» β. «[[οστέινος]] [[λαβύρινθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου κοχυλιού<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[δίχτυ]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του σκοτεινού φιλοσόφου Διφίλου («Δίφιλος ο [[λαβύρινθος]] επίκλην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών σκοτεινών ποιημάτων του Λυκόφρονος («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για προελληνική λ. που ανάγεται στον τ. [[λάβρυς]] «[[αμφίστομος]] [[πέλεκυς]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινθος</i>. Η λ. αποδόθηκε ως «το [[σπίτι]] του [[διπλού]] [[πέλεκυ]]», [[μολονότι]] η [[ανάλυση]] αυτή προϋποθέτει αυθαίρετα ότι ο [[λαβύρινθος]] δήλωνε [[εξουσία]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. [[λαύρα]] «[[λιθόστρωτος]] [[δρόμος]]». Η λ. [[λαβύρινθος]] αναγινώσκεται [[επίσης]] στα μυκηναϊκά <i>dapuritojo</i> και <i>dapurito</i>, [[παρά]] τα προβλήματα που παρουσιάζει η [[ανάγνωση]] τους].
|mltxt=ο (Α [[λαβύρινθος]])<br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] ή [[σπήλαιο]] ή τεχνητό όρυγμα με πολλούς και πολύπλοκους διαδρόμους οι οποίοι δυσχεραίνουν τον προσανατολισμό και την [[κυκλοφορία]] [[μέσα]] σ' αυτό, [[καθώς]] και την [[έξοδο]] από αυτό, όπως ήταν το [[οικοδόμημα]] με 3.000 δωμάτια που έκτισε στην Μέση Αίγυπτο ο Ψαμμήτιχος ή το μυθολογικό [[ενδιαίτημα]] του Μινωταύρου στην κυωσό της Κρήτης (α. «πρὸς δὲ τούτοις ἡ τοῦ λαβυρίνθου κατασκευὴ πάρισον ταῖς πυραμίσιν ἐστὶν [[ἔργον]]», <b>Στράβ.</b><br />β. «κατασκευάσαι τῷ βασιλεύοντι τῆς Κρήτης Μίνωϊ λαβύρινθον ὅμοιον τῷ κατ' Αἴγυπτον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που καθιστά δύσκολη την [[εξεύρεση]] λύσης ή [[καθετί]] που δύσκολα μπορεί να το κατανοήσει ή να το παρακολουθήσει [[κανείς]], περίπλοκο [[ζήτημα]], [[δυσνόητος]] [[συλλογισμός]], σκοτεινή [[σκέψη]] («λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών [[μερών]] που αποτελούν το έσω ους δηλ. ο [[κοχλίας]] και η [[αίθουσα]] με τους ημικύκλιους σωλήνες (α. «[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]]» β. «[[οστέινος]] [[λαβύρινθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου κοχυλιού<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[δίχτυ]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του σκοτεινού φιλοσόφου Διφίλου («Δίφιλος ο [[λαβύρινθος]] επίκλην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών σκοτεινών ποιημάτων του Λυκόφρονος («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για προελληνική λ. που ανάγεται στον τ. [[λάβρυς]] «[[αμφίστομος]] [[πέλεκυς]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινθος</i>. Η λ. αποδόθηκε ως «το [[σπίτι]] του [[διπλού]] [[πέλεκυ]]», [[μολονότι]] η [[ανάλυση]] αυτή προϋποθέτει αυθαίρετα ότι ο [[λαβύρινθος]] δήλωνε [[εξουσία]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. [[λαύρα]] «[[λιθόστρωτος]] [[δρόμος]]». Η λ. [[λαβύρινθος]] αναγινώσκεται [[επίσης]] στα μυκηναϊκά <i>dapuritojo</i> και <i>dapurito</i>, [[παρά]] τα προβλήματα που παρουσιάζει η [[ανάγνωση]] τους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm