Anonymous

φάσκω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «φάσκει και αντιφάσκει» — λέγεται όταν [[κάποιος]] [[άλλοτε]] παραδέχεται και [[άλλοτε]] απορρίπτει το ίδιο [[πράγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]], [[φημί]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[αποφαίνομαι]] καταφατικά, [[βεβαιώνω]] («φάσκειν ἐμ' ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ. μέλλ.) [[υπόσχομαι]] («τὸν μὲν... ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φημί]], ο [[οποίος]] απαντά αρχικά (ήδη στο ομηρικό [[κείμενο]]) μόνο στον τ. του παρατατικού <i>ἔφασκον</i> / [[φάσκον]] και αργότερα και στον τ. του ενεστώτα και ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φᾰ</i>- της ρίζας του [[φημί]] με το επιτ. -επαναληπτικό [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βά</i>-<i>σκω</i>, <i>βό</i>-<i>σκω</i>, [[ἴσκω]])].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «φάσκει και αντιφάσκει» — λέγεται όταν [[κάποιος]] [[άλλοτε]] παραδέχεται και [[άλλοτε]] απορρίπτει το ίδιο [[πράγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]], [[φημί]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[αποφαίνομαι]] καταφατικά, [[βεβαιώνω]] («φάσκειν ἐμ' ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ. μέλλ.) [[υπόσχομαι]] («τὸν μὲν... ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φημί]], ο [[οποίος]] απαντά αρχικά (ήδη στο ομηρικό [[κείμενο]]) μόνο στον τ. του παρατατικού <i>ἔφασκον</i> / [[φάσκον]] και αργότερα και στον τ. του ενεστώτα και ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φᾰ</i>- της ρίζας του [[φημί]] με το επιτ. -επαναληπτικό [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βά</i>-<i>σκω</i>, <i>βό</i>-<i>σκω</i>, [[ἴσκω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm