Anonymous

μετριότητα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
(25)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μετριότης]], -ητος) [[μέτριος]]<br /><b>1.</b> η [[μέση]] [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> η [[μετριοπάθεια]] («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων [[μετριότητα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετριοφροσύνη]], [[ταπεινοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> μέτρια, μικρή [[ικανότητα]] («λόγω της μετριότητάς του δεν μπόρεσε [[ποτέ]] να αναδειχθεί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] με περιορισμένες ικανότητες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με την κτητ. αντων. α' προσ.) (για αρχιερείς ή πατριάρχες) [[αντί]] του εγώ, για να δηλωθεί [[ταπεινοφροσύνη]] («ἡ [[μετριότης]] μου», «ἡ ἐμὴ [[μετριότης]]», «ἡ ἡμετέρα [[μετριότης]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέτρο]] ή ο [[βαθμός]] που αρμόζει σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναλογία]], [[συμμετρία]], [[κομψότητα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μετριότητες</i><br />ο [[μέσος]] όρος («αἱ γὰρ μετριότητες μᾱλλον ἐν ταῑς ἐνδείαις ἢ ταῑς ὑπερβολές ἔνεισιν», Ισοκρ.).
|mltxt=η (ΑΜ [[μετριότης]], -ητος) [[μέτριος]]<br /><b>1.</b> η [[μέση]] [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> η [[μετριοπάθεια]] («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων [[μετριότητα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετριοφροσύνη]], [[ταπεινοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> μέτρια, μικρή [[ικανότητα]] («λόγω της μετριότητάς του δεν μπόρεσε [[ποτέ]] να αναδειχθεί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] με περιορισμένες ικανότητες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με την κτητ. αντων. α' προσ.) (για αρχιερείς ή πατριάρχες) [[αντί]] του εγώ, για να δηλωθεί [[ταπεινοφροσύνη]] («ἡ [[μετριότης]] μου», «ἡ ἐμὴ [[μετριότης]]», «ἡ ἡμετέρα [[μετριότης]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέτρο]] ή ο [[βαθμός]] που αρμόζει σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναλογία]], [[συμμετρία]], [[κομψότητα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μετριότητες</i><br />ο [[μέσος]] όρος («αἱ γὰρ μετριότητες μᾱλλον ἐν ταῖς ἐνδείαις ἢ ταῖς ὑπερβολές ἔνεισιν», Ισοκρ.).
}}
}}