Anonymous

ἐναγκαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐναγκαλίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ή [[σφίγγω]] στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ενστερνίζομαι]], προσοικειώνομαι [[κάτι]], [[ακολουθώ]] με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο [[φιλοστόργως]]», Ηράκλειτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κυκλικά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> περιβάλλομαι από [[κάτι]] («τὰ νέφη... ταῑς ήλιακαῑς ἀκτῑσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).
|mltxt=(AM [[ἐναγκαλίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ή [[σφίγγω]] στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ενστερνίζομαι]], προσοικειώνομαι [[κάτι]], [[ακολουθώ]] με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο [[φιλοστόργως]]», Ηράκλειτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κυκλικά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> περιβάλλομαι από [[κάτι]] («τὰ νέφη... ταῖς ήλιακαῑς ἀκτῑσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm