Anonymous

ἐξυγιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξυγιαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απαλλάσσω]] από νοσογόνες εστίες<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («...να εξυγιάνει την [[οικονομία]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῑστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν [[ταχέως]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=(AM [[ἐξυγιαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απαλλάσσω]] από νοσογόνες εστίες<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («...να εξυγιάνει την [[οικονομία]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῖστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν [[ταχέως]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}