Anonymous

λατρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λατρεύω]], Α ελεατ. τ. [[λατρείω]])<br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] τον θεό και τον [[υπηρετώ]] με [[τέλεση]] του τυπικού της θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγαπώ]] [[πάρα]] πολύ, [[είμαι]] αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β. «[[λατρεύω]] ἡδονῇ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] προσηλωμένος σε κάποιο [[πάθος]] («λατρεύει τα χρήματα»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] για την [[καθαριότητα]] και την καλή [[συντήρηση]] του σπιτιού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον [[πάρα]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]], [[εργάζομαι]] («[[ἄλλος]] γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν λατρεύει», Σόλ.)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπηρέτης]], [[δούλος]] ή [[υπήκοος]], [[δουλεύω]], [[είμαι]] σε [[κατάσταση]] δουλείας («ώστε [[μήποτε]] λατρεῡσαι ταύτην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπηρετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («παῑδ' Ἀγαμεμνονίαν [[λατρεύω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λατρεύω]] νόμοις» — [[υπακούω]] στους νόμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]]. Η λ. αρχικά σήμαινε «[[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον», αργότερα πήρε τη σημ. «[[υπηρετώ]] τον θεό» και συνεκδοχικά «[[αγαπώ]] τον θεό», για να επεκταθεί τελικά στη γενικότερη σημ. «[[αγαπώ]] κάποιον [[πάρα]] πολύ»].
|mltxt=(AM [[λατρεύω]], Α ελεατ. τ. [[λατρείω]])<br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] τον θεό και τον [[υπηρετώ]] με [[τέλεση]] του τυπικού της θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγαπώ]] [[πάρα]] πολύ, [[είμαι]] αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β. «[[λατρεύω]] ἡδονῇ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] προσηλωμένος σε κάποιο [[πάθος]] («λατρεύει τα χρήματα»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]] για την [[καθαριότητα]] και την καλή [[συντήρηση]] του σπιτιού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον [[πάρα]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]], [[εργάζομαι]] («[[ἄλλος]] γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν λατρεύει», Σόλ.)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπηρέτης]], [[δούλος]] ή [[υπήκοος]], [[δουλεύω]], [[είμαι]] σε [[κατάσταση]] δουλείας («ώστε [[μήποτε]] λατρεῦσαι ταύτην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπηρετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («παῑδ' Ἀγαμεμνονίαν [[λατρεύω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λατρεύω]] νόμοις» — [[υπακούω]] στους νόμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]]. Η λ. αρχικά σήμαινε «[[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον», αργότερα πήρε τη σημ. «[[υπηρετώ]] τον θεό» και συνεκδοχικά «[[αγαπώ]] τον θεό», για να επεκταθεί τελικά στη γενικότερη σημ. «[[αγαπώ]] κάποιον [[πάρα]] πολύ»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm