Anonymous

συνεθίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐθίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να συνηθίσει σε [[κάτι]] («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς [[συνεθίζω]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σύνηθες, κοινό<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποκτώ]] μια [[συνήθεια]], [[συνηθίζω]] [[κάτι]] («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει [[συνήθεια]] <b>(Λυσ.)</b>.
|mltxt=Α [[ἐθίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να συνηθίσει σε [[κάτι]] («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς [[συνεθίζω]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σύνηθες, κοινό<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποκτώ]] μια [[συνήθεια]], [[συνηθίζω]] [[κάτι]] («ἐν ταῖς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει [[συνήθεια]] <b>(Λυσ.)</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm