3,277,068
edits
(38) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[στόμιον]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]], οπή, [[είσοδος]] (α. «[[στόμιο]] σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ [[στόμιον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[πόρος]] ή [[τρήμα]] το οποίο αποτελεί την [[αρχή]] ή το [[τέλος]] [[σωλήνα]] ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία [[κοιλότητα]] με [[άλλη]] ή γίνεται [[επικοινωνία]] μιας κοιλότητας [[προς]] τα έξω (α. «[[στόμιο]] της ουρήθρας» β. «[[στόμιον]] γαστρός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «[[στόμιον]] τῆς ὑστέρας», Σωρ.<br />δ. «[[στόμιον]] τῆς κύστεως». <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στόμιο]](ν) ποταμοῡ» — εκβολές του ποταμού<br />β) «[[στόμιο]](ν) [[διώρυγος]]» — η [[είσοδος]] σε [[διώρυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[στόμα]] («στομίοισι δυσαλθές», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπήλαιο]] («ὦ μέγα ναίων [[στόμιον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδοχή]] μοχλού («στομίοις κλεῑθρα δέχοισθε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] του χαλινού που τοποθετείται στο [[στόμα]] του αλόγου, η [[στομίδα]] («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[δύναμη]] επιβολής («ὡς... | |mltxt=το / [[στόμιον]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]], οπή, [[είσοδος]] (α. «[[στόμιο]] σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ [[στόμιον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[πόρος]] ή [[τρήμα]] το οποίο αποτελεί την [[αρχή]] ή το [[τέλος]] [[σωλήνα]] ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία [[κοιλότητα]] με [[άλλη]] ή γίνεται [[επικοινωνία]] μιας κοιλότητας [[προς]] τα έξω (α. «[[στόμιο]] της ουρήθρας» β. «[[στόμιον]] γαστρός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «[[στόμιον]] τῆς ὑστέρας», Σωρ.<br />δ. «[[στόμιον]] τῆς κύστεως». <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στόμιο]](ν) ποταμοῡ» — εκβολές του ποταμού<br />β) «[[στόμιο]](ν) [[διώρυγος]]» — η [[είσοδος]] σε [[διώρυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[στόμα]] («στομίοισι δυσαλθές», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπήλαιο]] («ὦ μέγα ναίων [[στόμιον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδοχή]] μοχλού («στομίοις κλεῑθρα δέχοισθε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] του χαλινού που τοποθετείται στο [[στόμα]] του αλόγου, η [[στομίδα]] («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[δύναμη]] επιβολής («ὡς... νῦν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται [[τἀμά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φορβειά]]<br /><b>7.</b> γυναικείο [[κόσμημα]] του λαιμού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[στόμιον]] Τροίας» — ο [[στρατός]] τών Αχαιών που πολιορκούσε την [[Τροία]] και περιόριζε τους κατοίκους της. | ||
}} | }} |