3,270,341
edits
(42) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑγιής]], -ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική [[κατάσταση]], που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική [[ευεξία]], [[γερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) [[φρόνιμος]], [[σωστός]] (α. «εμφορείται από υγιείς αντιλήψεις για τη ζωή» β. «μῡθος δ', ὃς μὲν | |mltxt=-ές / [[ὑγιής]], -ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική [[κατάσταση]], που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική [[ευεξία]], [[γερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) [[φρόνιμος]], [[σωστός]] (α. «εμφορείται από υγιείς αντιλήψεις για τη ζωή» β. «μῡθος δ', ὃς μὲν νῦν [[ὑγιής]], εἰρημένος ἔστω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[σώφρων]], [[συνετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]] και [[κυρίως]] αυτός που δεν έχει υποστεί [[σπάσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑγιές</i><br />η άρτια φυσιολογική [[κατάσταση]] του σώματος ενός ζωντανού οργανισμού, η [[υγεία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑγιὲς [[φθέγγομαι]]» — [[δοκιμάζω]] με [[επίκρουση]] για να διαπιστώσω αν ένα πήλινο [[αγγείο]] [[είναι]] γερό, στερεό (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «ὑγιέστερος κολοκύντης ἢ ὄμφακος» ή, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>, «ὑγιέστερος κρότωνος ἢ Κρότωνος» — λεγόταν για εξαιρετικά υγιή άνθρωπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υγιώς]] / <i>ὑγιῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> με [[υγεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με φρόνιμο, σωστό τρόπο (α. «πολιτεύεται [[υγιώς]]» β. «πάνθ' ὑγιῶς καὶ δικαίως πεπολίτευμαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[υγιής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>su</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i>-<i>es</i>) [[είναι]] σύνθ. λ., της οποίας το πρώτο συνθετικό <i>υ</i>- ανάγεται στο ΙΕ προθεματικό <i>su</i>- «[[καλώς]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>hu</i>-<i>ĵy</i><i>ā</i>-<i>ti</i>- «[[ευζωία]]» και πιθ. το ελλ. <i>ἐύς</i>), ενώ το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i><i>ē</i>- του ρ. <i>ζήω</i> / <i>ζῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ζω</i> και [[βίος]]), όπου το μακρό -<i>ē</i>- /-<i>η</i>- του <i>ζήω</i> άσκησε [[επίδραση]] στη [[μορφή]] του επιθ. και οδήγησε στον σχηματισμό του [[κατά]] τα σιγμόληκτα επίθ. σε -<i>ης</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η [[απώλεια]] της χειλοϋπερωικής χροιάς του IE -<i>g</i><sup>w </sup>της ρίζας με [[ανομοίωση]], λόγω της παρουσίας του -<i>υ</i>-: <i>su</i>-<i>g</i><sup>w</sup>- <span style="color: red;"><</span> <i>su</i>-<i>g</i>- (για ανάλογη [[εξέλιξη]] χειλοϋπερωικών φθόγγων <b>πρβλ.</b> [[κύκλος]], <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>, <b>βλ.</b> [[νύχτα]])]. | ||
}} | }} |