Anonymous

ἐναπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]].
|mltxt=[[ἐναπολαμβάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]] [[κάπου]] («καὶ δεικνύντες ώς [[ἰσχυρός]] ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[εκμηδενίζω]] με αντίθετη [[επίδραση]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐναπολαμβάνω:''' заключать, помещать (εἰς τὸ [[μέσον]] Plat.; [[μῦς]] ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот.
|elrutext='''ἐναπολαμβάνω:''' заключать, помещать (εἰς τὸ [[μέσον]] Plat.; [[μῦς]] ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот.
}}
}}