Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποβολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νῡν " to "νῦν "
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποβολή]], ΝΜΑ [[ὑποβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[πλαστότητα]], [[εικονικότητα]], [[υποκατάσταση]] πραγματικού αντικειμένου με πλασματικό (α. «[[υποβολή]] ονόματος» — η [[μνεία]], σε [[συναλλαγματική]], ανύπαρκτου προσώπου [[αντί]] του εκδότη, του πληρωτή ή του [[κομιστή]]<br />β. «[[υποβολή]] ιδιότητας» — η [[πλαστή]] [[απόδοση]] ιδιότητας, λ.χ. εμπόρου, σε συναλλασσόμενο [[πρόσωπο]]<br />γ. «ὑποβολὴ κλειδῶν» — [[αντικατάσταση]] κλειδιών με άλλα, ψεύτικα, με αντικλείδια, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισήγηση]], [[υπόμνηση]], [[συμβουλή]] (α. «όσα είπε ο [[μάρτυρας]] [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] υποβολής» β. «ἐξ ὑποβολῆς διιέναι τὸν ὅρκον», Πολέμ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποβολή]] τέκνου» και «ὑποβολὴ τέκνων»<br /><b>(νομ.)</b> [[λαθραία]] [[υποκατάσταση]] ξένου, νόθου, τέκνου στη [[θέση]] του γνήσιου<br />β) «υποβολής [[γραφή]]»<br />(αττ. δίκ.) [[αγωγή]] για [[αδίκημα]] που συνίστατο στην με [[εξαπάτηση]] [[εγγραφή]] στους καταλόγους τών Αθηναίων πολιτών τέκνου που δεν είχε γεννηθεί από νόμιμο γάμο, από [[πατέρα]] και [[μητέρα]] γνήσιας αθηναϊκής καταγωγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επηρεασμός]], [[ενεργητικός]] ή [[παθητικός]], της σκέψης ή του ψυχισμού κάποιου<br /><b>2.</b> [[έμπνευση]] ή έντεχνη [[υπαγόρευση]] και [[επιβολή]] σε κάποιον μιας ιδέας ή μιας πράξης<br /><b>3.</b> (ιατρ.-ψυχολ.) ψυχολογική [[τεχνική]] και διεργασία με την οποία μπορεί να επηρεαστεί μια συναισθηματική [[κατάσταση]] ή [[ένας]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς ενός ατόμου, [[καθώς]] και το αποτέλεσμά της<br /><b>4.</b> το να θέτει [[κανείς]] [[κάτι]] υπό την [[κρίση]] ή την [[έγκριση]] κάποιου (α. «[[υποβολή]] πρότασης» β. «[[υποβολή]] δικαιολογητικών» γ. «[[υποβολή]] υποψηφιότητας»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καθ' υποβολήν» — με [[ξένη]] [[εισήγηση]] ή [[υπόδειξη]] ή [[έμπνευση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρατήγημα]], [[εξαπάτηση]]<br /><b>2.</b> [[σημασία]], [[έννοια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να θέτει [[κανείς]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («νῡν δὲ τὴν τῶν στρωμάτων σύνθεσιν οὐ περιβολῇ χωρίζουσι καὶ ὑποβολῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάση]], [[θεμέλιο]] (α. «ὑποβολὰς κατατίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὑποβολὴ τοῦ σωφρονεῖν ἡ [[ἐγκράτεια]]», Μουσών.)<br /><b>3.</b> [[υπόθεση]], [[αντικείμενο]], [[θέμα]] ρητορικού λόγου («ἔχειν ἀποχρῶσαν λόγων ὑποβολήν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τῶν ἐνεδρευόντων [[ὑποβολή]]» — η [[κρυφή]] [[θέση]] εκείνων που ενεδρεύουν, [[ενέδρα]] (<b>Πολ.</b>)<br />β) «ὑποβολὴ προσώπου»<br /><b>(ρητ.)</b> η [[χρησιμοποίηση]] από ρήτορα άλλου προσώπου, [[ιδίως]] τρίτου, [[κατά]] την αγόρευσή του για να μετριάσει την [[ένταση]] του λόγου <b>(Ρητ.)</b><br />γ) «φυσικὴ ὑποβολὴ τῇ ψυχῇ [[πρός]] τι» — [[φυσική]] [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]] για [[κάτι]] (<b>Στοβ.</b>)<br />δ) «ἐξ ὑποβολῆς»<br />i) με [[διακοπή]] (Σχόλ. Ιλ.)<br />ii) <b>(ρητ.)</b> με [[υπαγόρευση]] από έξω <b>(Ρήτ.)</b><br />ε) «ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῑσθαι τὰ Ὁμήρου» — το να απαγγέλλει [[κανείς]] [[κάτι]] για δεδομένη [[υπόθεση]] ή το να αρχίζει [[κανείς]] την [[απαγγελία]] από το [[σημείο]] που σταμάτησε ο προηγούμενος [[ραψωδός]] (Διογ. Λαέρ.)<br />στ) «ἐξ ὑποβολῆς ἐγχρίσεις»<br />(σχετικά με τα βλέφαρα) [[επάλειψη]] από [[κάτω]], από [[μέσα]] <b>(Άντυλλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υποβάλλω]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>suggestion</i>].
|mltxt=η / [[ὑποβολή]], ΝΜΑ [[ὑποβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[πλαστότητα]], [[εικονικότητα]], [[υποκατάσταση]] πραγματικού αντικειμένου με πλασματικό (α. «[[υποβολή]] ονόματος» — η [[μνεία]], σε [[συναλλαγματική]], ανύπαρκτου προσώπου [[αντί]] του εκδότη, του πληρωτή ή του [[κομιστή]]<br />β. «[[υποβολή]] ιδιότητας» — η [[πλαστή]] [[απόδοση]] ιδιότητας, λ.χ. εμπόρου, σε συναλλασσόμενο [[πρόσωπο]]<br />γ. «ὑποβολὴ κλειδῶν» — [[αντικατάσταση]] κλειδιών με άλλα, ψεύτικα, με αντικλείδια, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισήγηση]], [[υπόμνηση]], [[συμβουλή]] (α. «όσα είπε ο [[μάρτυρας]] [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] υποβολής» β. «ἐξ ὑποβολῆς διιέναι τὸν ὅρκον», Πολέμ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποβολή]] τέκνου» και «ὑποβολὴ τέκνων»<br /><b>(νομ.)</b> [[λαθραία]] [[υποκατάσταση]] ξένου, νόθου, τέκνου στη [[θέση]] του γνήσιου<br />β) «υποβολής [[γραφή]]»<br />(αττ. δίκ.) [[αγωγή]] για [[αδίκημα]] που συνίστατο στην με [[εξαπάτηση]] [[εγγραφή]] στους καταλόγους τών Αθηναίων πολιτών τέκνου που δεν είχε γεννηθεί από νόμιμο γάμο, από [[πατέρα]] και [[μητέρα]] γνήσιας αθηναϊκής καταγωγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επηρεασμός]], [[ενεργητικός]] ή [[παθητικός]], της σκέψης ή του ψυχισμού κάποιου<br /><b>2.</b> [[έμπνευση]] ή έντεχνη [[υπαγόρευση]] και [[επιβολή]] σε κάποιον μιας ιδέας ή μιας πράξης<br /><b>3.</b> (ιατρ.-ψυχολ.) ψυχολογική [[τεχνική]] και διεργασία με την οποία μπορεί να επηρεαστεί μια συναισθηματική [[κατάσταση]] ή [[ένας]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς ενός ατόμου, [[καθώς]] και το αποτέλεσμά της<br /><b>4.</b> το να θέτει [[κανείς]] [[κάτι]] υπό την [[κρίση]] ή την [[έγκριση]] κάποιου (α. «[[υποβολή]] πρότασης» β. «[[υποβολή]] δικαιολογητικών» γ. «[[υποβολή]] υποψηφιότητας»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καθ' υποβολήν» — με [[ξένη]] [[εισήγηση]] ή [[υπόδειξη]] ή [[έμπνευση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρατήγημα]], [[εξαπάτηση]]<br /><b>2.</b> [[σημασία]], [[έννοια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να θέτει [[κανείς]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («νῦν δὲ τὴν τῶν στρωμάτων σύνθεσιν οὐ περιβολῇ χωρίζουσι καὶ ὑποβολῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάση]], [[θεμέλιο]] (α. «ὑποβολὰς κατατίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὑποβολὴ τοῦ σωφρονεῖν ἡ [[ἐγκράτεια]]», Μουσών.)<br /><b>3.</b> [[υπόθεση]], [[αντικείμενο]], [[θέμα]] ρητορικού λόγου («ἔχειν ἀποχρῶσαν λόγων ὑποβολήν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τῶν ἐνεδρευόντων [[ὑποβολή]]» — η [[κρυφή]] [[θέση]] εκείνων που ενεδρεύουν, [[ενέδρα]] (<b>Πολ.</b>)<br />β) «ὑποβολὴ προσώπου»<br /><b>(ρητ.)</b> η [[χρησιμοποίηση]] από ρήτορα άλλου προσώπου, [[ιδίως]] τρίτου, [[κατά]] την αγόρευσή του για να μετριάσει την [[ένταση]] του λόγου <b>(Ρητ.)</b><br />γ) «φυσικὴ ὑποβολὴ τῇ ψυχῇ [[πρός]] τι» — [[φυσική]] [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]] για [[κάτι]] (<b>Στοβ.</b>)<br />δ) «ἐξ ὑποβολῆς»<br />i) με [[διακοπή]] (Σχόλ. Ιλ.)<br />ii) <b>(ρητ.)</b> με [[υπαγόρευση]] από έξω <b>(Ρήτ.)</b><br />ε) «ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῑσθαι τὰ Ὁμήρου» — το να απαγγέλλει [[κανείς]] [[κάτι]] για δεδομένη [[υπόθεση]] ή το να αρχίζει [[κανείς]] την [[απαγγελία]] από το [[σημείο]] που σταμάτησε ο προηγούμενος [[ραψωδός]] (Διογ. Λαέρ.)<br />στ) «ἐξ ὑποβολῆς ἐγχρίσεις»<br />(σχετικά με τα βλέφαρα) [[επάλειψη]] από [[κάτω]], από [[μέσα]] <b>(Άντυλλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υποβάλλω]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>suggestion</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm