Anonymous

τρόπιδα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νῡν " to "νῦν "
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τρόπις]], -ιδος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρόπις]] Ν, τ. γεν. και -εως και ιων. τ. γεν. -ιος, Α<br />ισχυρή [[δοκός]] που αποτελεί το κατώτατο [[τμήμα]] του σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την [[πλώρη]] [[μέχρι]] την [[πρύμνη]], κν. [[καρένα]] ή [[καρίνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> λεπτή οστέινη [[προεκβολή]], σε [[σχήμα]] πλάκας, της κοιλιακής επιφάνειας του στέρνου τών πτηνών και τών νυχτερίδων, σε [[κάθε]] [[πλευρά]] της οποίας προσφύονται οι ισχυροί μύες που κινούν τις πτέρυγες για την [[πτήση]], κν. [[καρίνα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> τα δύο κατώτερα πέταλα του άνθους τών [[φυτών]] της οικογένειας [[φαβίδες]], τα οποία συμφύονται και σχηματίζουν μία [[δομή]] σαν [[βάρκα]] [[γύρω]] από τους στήμονες και τους στύλους, κν. [[καρίνα]]<br /><b>3.</b> (στον λόγιο τ. ως κύριο όν.) <i>η Τρόπις</i><br /><b>αστρον.</b> [[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρόπιδα]] της ρίνας»<br /><b>ανατ.</b> η οσφρητική [[αύλακα]]<br />β) «δεύτερη [[τρόπιδα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το ακράπι<br />γ) «[[τρόπιδα]] έρματος» — [[βαρύ]] σιδερένιο [[έλασμα]] το οποίο κατεβαίνει σε [[περίπτωση]] σφοδρού ανέμου και αυξάνει την [[υδροδυναμική]] [[ευστάθεια]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[αρχή]] («λέγε νῡν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>, [[κατά]] τα <i>τρόφ</i>-<i>ις</i>, <i>τρόχ</i>-<i>ις</i>].
|mltxt=η / [[τρόπις]], -ιδος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρόπις]] Ν, τ. γεν. και -εως και ιων. τ. γεν. -ιος, Α<br />ισχυρή [[δοκός]] που αποτελεί το κατώτατο [[τμήμα]] του σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την [[πλώρη]] [[μέχρι]] την [[πρύμνη]], κν. [[καρένα]] ή [[καρίνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> λεπτή οστέινη [[προεκβολή]], σε [[σχήμα]] πλάκας, της κοιλιακής επιφάνειας του στέρνου τών πτηνών και τών νυχτερίδων, σε [[κάθε]] [[πλευρά]] της οποίας προσφύονται οι ισχυροί μύες που κινούν τις πτέρυγες για την [[πτήση]], κν. [[καρίνα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> τα δύο κατώτερα πέταλα του άνθους τών [[φυτών]] της οικογένειας [[φαβίδες]], τα οποία συμφύονται και σχηματίζουν μία [[δομή]] σαν [[βάρκα]] [[γύρω]] από τους στήμονες και τους στύλους, κν. [[καρίνα]]<br /><b>3.</b> (στον λόγιο τ. ως κύριο όν.) <i>η Τρόπις</i><br /><b>αστρον.</b> [[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρόπιδα]] της ρίνας»<br /><b>ανατ.</b> η οσφρητική [[αύλακα]]<br />β) «δεύτερη [[τρόπιδα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το ακράπι<br />γ) «[[τρόπιδα]] έρματος» — [[βαρύ]] σιδερένιο [[έλασμα]] το οποίο κατεβαίνει σε [[περίπτωση]] σφοδρού ανέμου και αυξάνει την [[υδροδυναμική]] [[ευστάθεια]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[αρχή]] («λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>, [[κατά]] τα <i>τρόφ</i>-<i>ις</i>, <i>τρόχ</i>-<i>ις</i>].
}}
}}