3,277,180
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, [[μετὰ]] Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς [[καρύκευμα]] ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, [[περιπίπτω]], [[ὑποφέρω]], συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, [[καταναλίσκω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]], Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς [[δάνειον]], κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας [[ὁμοῦ]] τι [[τάλαντον]] διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. [[χράω]] (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102. | |lstext='''διαχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, [[μετὰ]] Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς [[καρύκευμα]] ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, [[περιπίπτω]], [[ὑποφέρω]], συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, [[καταναλίσκω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]], Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς [[δάνειον]], κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας [[ὁμοῦ]] τι [[τάλαντον]] διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. [[χράω]] (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαχρῶμαι]] ([[διαχράομαι]]) <b>(αποθ.)</b> (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(με αιτ.) [[θανατώνω]], [[φονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνεχώς]], [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> λέω την [[αλήθεια]]<br /><b>3.</b> (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» — [[μεταχειρίζομαι]] την [[πείνα]] σαν [[καρύκευμα]]<br /><b>4.</b> (σε παθητικές καταστάσεις) [[συναντώ]], [[υποφέρω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[καταναλώνω]], [[καταστρέφω]], [[φονεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[φθείρομαι]], [[εξαντλούμαι]]<br /><b>7.</b> [[δίδομαι]] ως [[δάνειο]] («[[κατά]] διακοσίας δὲ καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι [[τάλαντον]] διακεχρωμένον», Δημ.)<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[αποκαλύπτω]] με χρησμό. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαχράομαι:''' Ιων. -[[χρέομαι]], μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Δωρ. | |lsmtext='''διαχράομαι:''' Ιων. -[[χρέομαι]], μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Δωρ. γʹ ενικ. <i>-χρησεῖται</i>· <b>I. 1. α)</b> αποθ., με δοτ. προσ., [[χρησιμοποιώ]] [[σταθερά]], [[συνεχώς]] ή κατά [[συνήθεια]], σε Ηρόδ.· <i>τῇ ἀληθείῃ δ</i>., λέω την [[αλήθεια]], στον ίδ.· <i>δ. ἀρετῇ</i>, [[εξασκώ]] την [[αρετή]], στον ίδ. <b>β)</b> όπως το Λατ. [[utor]], για παθητικές καταστάσεις, [[συναντώ]], [[παθαίνω]], [[υφίσταμαι]], [[περιπίπτω]] σε, [[υποφέρω]] [[κάτω]] από, <i>συμφορῇ</i>, <i>αὐχμῷ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]], [[αναλίσκω]], [[καταστρέφω]], στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. παρακ. -[[κέχρημαι]], παραχωρούμαι ως [[δάνειο]] σε διαφορετικά πρόσωπα, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |