3,274,873
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προνοητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προνοητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προνοεί, να προβλέπει<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[προσεκτικός]] (α. «για να μην αντιμετωπίζει [[κανείς]] πολλές δυσκολίες, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[προνοητικός]]» β. «ἐνόμιζες [[εἶναι]] τῶν... προνοητικῶν | |mltxt=-ή, -ό / [[προνοητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προνοητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προνοεί, να προβλέπει<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[προσεκτικός]] (α. «για να μην αντιμετωπίζει [[κανείς]] πολλές δυσκολίες, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[προνοητικός]]» β. «ἐνόμιζες [[εἶναι]] τῶν... προνοητικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προέρχεται από τον θεό, [[θεόσταλτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]] ή [[ενέργεια]]) αυτός που ενέχει [[πρόθεση]], [[σκοπιμότητα]] («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προνοητικόν</i><br />η [[πρόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προνοητικώς</i> / <i>προνοητικῶς</i> ΝΜΑ και <i>προνοητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς [[πεπραγμένα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «προνοητικῶς ἔχω» — [[προνοώ]], [[φροντίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |