Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θαύμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
(16)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[θάμα]], το (AM θαῡμα, Α ιων. τ. [[θῶμα]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που γίνεται [[παρά]] τους φυσικούς νόμους («τα θαύματα της Παναγίας της Τήνου»)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κινεί τον θαυμασμό, [[πράγμα]] εκπληκτικό, αξιοθέατο (α. «τα [[επτά]] θαύματα του κόσμου» — [[τεχνικά]] έργα καταπληκτικά σε όγκο ή σε [[τελειότητα]] εκτέλεσης<br />β. «[[θαύμα]] βροτοῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ επιτυχημένο [[τέχνασμα]] (α. «κάνει θαύματα στην [[απόκρουση]] επιχειρημάτων» β. «τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως [[θαῦμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξαιρετική [[επιτυχία]] σε [[επιστήμη]], [[τέχνη]], [[επάγγελμα]], [[ασχολία]] («ο [[γιατρός]] αυτός κάνει θαύματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]] («θαυμάτων ἐπάξια», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκπληκτική [[δεξιοτεχνία]] («[[θαῦμα]] μὲν ἕκαστον ἡμῶν ἡγησώμεθα τῶν ζῷων [[θεῖον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέατρο]] στο οποίο γίνονται διάφορα τεχνάσματα θαυματοποιών ή ακροβασίες ή [[δαμασμός]] θηρίων («θεωροῡντες ἐν τοῖς θαύμασι τοὺς μὲν [[λέοντας]] πραότερον διακειμένους πρὸς τοὺς θεραπεύοντας», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> εξαιρετική [[ικανότητα]] για εφευρέσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θῶμα]] ποιεῖσθαί τι» — το να θεωρεί [[κανείς]] [[κάτι]] άξιο θαυμασμού (<b>Ηρόδ.</b>)<br />θ) «θαύματος [[ἄξιος]]» — [[άξιος]] θαυμασμού (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «ἐν θώματί εἰμι» — [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) θαῡμα ποιεῖσθαι [[περί]] τίνος» — να θαυμάζει [[κανείς]] για [[κάτι]]<br />ε) «ἐν θαύματι ποιοῦμαι» — [[θαυμάζω]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />στ) «θαῦμ' (ἐστι) ὅτι» — [[είναι]] [[παράδοξο]], θαυμαστό<br />ζ) «[[θαῦμα]] [[ἰδεῖν]]» ἡ «[[θαῦμα]] ἰδέσθαι» — θαυμάσιο [[πράγμα]] να το δει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θαύμα]] <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>dh</i><i>ә</i><i>u</i>-<i>mn</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ā</i><i>u</i>- «[[βλέπω]], [[κοιτάζω]]») θεωρείται παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρ. με σημ. «[[θεωρώ]], [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]]», το οποίο συνδεόταν ετυμολογικά και σημασιολογικά με τα θεα (<span style="color: red;"><</span> <i>θ</i><i>ā</i><i>F</i><i>ā</i>), [[θεώμαι]]. Πρόβλημα παρουσιάζει ο [[παράλληλος]] ιων. τ. [[θώμα]] (και [[θωύμα]]) <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>dh</i><i>ō</i>(<i>u</i>)-<i>mn</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο. Υπετέθη ότι ο [[αρχικός]] τ. ήταν [[θωύμα]], ο [[οποίος]] όμως είχε πλασθεί αναλογικά [[αντί]] του τ. [[θαύμα]] ([[κατά]] το <i>εωυτῴ</i> - <i>εαυτῴ</i>). Η [[υπόθεση]] όμως αυτή αίρεται από την ύπαρξη τών ανθρωπωνυμίων <i>Θέμων</i> και <i>Θωμάντας</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαυμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαυμαίνω]], [[θαυμαλέος]], <i>θαύματος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θαυματοποιός]], [[θαυματουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαυματολογία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θαυματόβρυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαυματολόγος]]].
|mltxt=και [[θάμα]], το (AM θαῡμα, Α ιων. τ. [[θῶμα]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που γίνεται [[παρά]] τους φυσικούς νόμους («τα θαύματα της Παναγίας της Τήνου»)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κινεί τον θαυμασμό, [[πράγμα]] εκπληκτικό, αξιοθέατο (α. «τα [[επτά]] θαύματα του κόσμου» — [[τεχνικά]] έργα καταπληκτικά σε όγκο ή σε [[τελειότητα]] εκτέλεσης<br />β. «[[θαύμα]] βροτοῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ επιτυχημένο [[τέχνασμα]] (α. «κάνει θαύματα στην [[απόκρουση]] επιχειρημάτων» β. «τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως [[θαῦμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξαιρετική [[επιτυχία]] σε [[επιστήμη]], [[τέχνη]], [[επάγγελμα]], [[ασχολία]] («ο [[γιατρός]] αυτός κάνει θαύματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]] («θαυμάτων ἐπάξια», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκπληκτική [[δεξιοτεχνία]] («[[θαῦμα]] μὲν ἕκαστον ἡμῶν ἡγησώμεθα τῶν ζῷων [[θεῖον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέατρο]] στο οποίο γίνονται διάφορα τεχνάσματα θαυματοποιών ή ακροβασίες ή [[δαμασμός]] θηρίων («θεωροῦν
τες ἐν τοῖς θαύμασι τοὺς μὲν [[λέοντας]] πραότερον διακειμένους πρὸς τοὺς θεραπεύοντας», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> εξαιρετική [[ικανότητα]] για εφευρέσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θῶμα]] ποιεῖσθαί τι» — το να θεωρεί [[κανείς]] [[κάτι]] άξιο θαυμασμού (<b>Ηρόδ.</b>)<br />θ) «θαύματος [[ἄξιος]]» — [[άξιος]] θαυμασμού (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «ἐν θώματί εἰμι» — [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) θαῡμα ποιεῖσθαι [[περί]] τίνος» — να θαυμάζει [[κανείς]] για [[κάτι]]<br />ε) «ἐν θαύματι ποιοῦμαι» — [[θαυμάζω]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />στ) «θαῦμ' (ἐστι) ὅτι» — [[είναι]] [[παράδοξο]], θαυμαστό<br />ζ) «[[θαῦμα]] [[ἰδεῖν]]» ἡ «[[θαῦμα]] ἰδέσθαι» — θαυμάσιο [[πράγμα]] να το δει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θαύμα]] <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>dh</i><i>ә</i><i>u</i>-<i>mn</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ā</i><i>u</i>- «[[βλέπω]], [[κοιτάζω]]») θεωρείται παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρ. με σημ. «[[θεωρώ]], [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]]», το οποίο συνδεόταν ετυμολογικά και σημασιολογικά με τα θεα (<span style="color: red;"><</span> <i>θ</i><i>ā</i><i>F</i><i>ā</i>), [[θεώμαι]]. Πρόβλημα παρουσιάζει ο [[παράλληλος]] ιων. τ. [[θώμα]] (και [[θωύμα]]) <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>dh</i><i>ō</i>(<i>u</i>)-<i>mn</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο. Υπετέθη ότι ο [[αρχικός]] τ. ήταν [[θωύμα]], ο [[οποίος]] όμως είχε πλασθεί αναλογικά [[αντί]] του τ. [[θαύμα]] ([[κατά]] το <i>εωυτῴ</i> - <i>εαυτῴ</i>). Η [[υπόθεση]] όμως αυτή αίρεται από την ύπαρξη τών ανθρωπωνυμίων <i>Θέμων</i> και <i>Θωμάντας</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαυμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαυμαίνω]], [[θαυμαλέος]], <i>θαύματος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θαυματοποιός]], [[θαυματουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαυματολογία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θαυματόβρυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θαυματολόγος]]].
}}
}}