Anonymous

έτι: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον"
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἔτι (Α)<br /><b>επίρρ.</b> I. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> [[ακόμη]], έως [[τώρα]] (α. «ἔτ' ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική [[ακόμη]] [[ηλικία]]<br />β. «ἔτι μοι [[μένος]] ἔμπεδόν ἐστι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το <i>καὶ</i> ή το <i>ἠδέ</i> ή το <i>δὲ</i>) [[ακόμη]] και [[τώρα]] («νῦν δ' ἔτι ζεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ήδη («καὶ [[εἶναι]] καὶ γεγονέναι ἔτι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[προσθετικώς]] για το [[μέλλον]]) επί [[πλέον]] («ἄλγε' ἔδωκεν... ἡδ' ἔτι δώσει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[μετά]] από αυτά, στο [[μέλλον]], στο [[εξής]]<br /><b>6.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐκ ἔτι</i> ή [[οὐκέτι]]<br />όχι [[πλέον]] («ἢ οὐ πρὼ ἔτι ἐστίν;», <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (για [[βαθμίδα]])<br /><b>1.</b> [[ακόμη]], και επί [[πλέον]], [[ακόμη]] περισσότερο, [[προσέτι]] («ἔτι δέ» — και επί [[πλέον]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με συγκριτ. βαθμό) <b>φρ.</b> «ἔτι μᾱλλον», «ἔτι καὶ μᾱλλον», «ἔτι [[πλέον]]» — [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>3.</b> (και με θετ. βαθμό) α) «ἔτι [[μάλα]]» — [[ακόμη]] περισσότερο<br />β) «ἔτι [[τοίνυν]] τοσόνδε» — [[άλλο]] τόσο, <b>Πλάτ.</b><br />γ) «ἔτι ἄνω» — [[ακόμη]] πιο [[πάνω]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως αρχ. ινδ. <i>ati</i>, αβεστ. <i>aiti</i>-, λατ. <i>et</i> «και», γοτθ. <i>ip</i> «δε, και», φρυγ. <i>ετι</i> (-<i>τετικμενος</i>), και ανάγεται σε IE <i>eti</i> «επί [[πλέον]], [[επίσης]]». Η λ. απαντά και ως β' συνθετικό με προθέσεις και αρνητικά μόρια (πρβλ. <i>εισ</i>-<i>έτι</i>, <i>ουκ</i>-<i>έτι</i>, <i>προσ</i>-<i>έτι</i> <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εισέτι]], [[εξέτι]], [[μηκέτι]], [[ουκέτι]], [[προσέτι]].
|mltxt=ἔτι (Α)<br /><b>επίρρ.</b> I. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> [[ακόμη]], έως [[τώρα]] (α. «ἔτ' ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική [[ακόμη]] [[ηλικία]]<br />β. «ἔτι μοι [[μένος]] ἔμπεδόν ἐστι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το <i>καὶ</i> ή το <i>ἠδέ</i> ή το <i>δὲ</i>) [[ακόμη]] και [[τώρα]] («νῦν δ' ἔτι ζεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ήδη («καὶ [[εἶναι]] καὶ γεγονέναι ἔτι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[προσθετικώς]] για το [[μέλλον]]) επί [[πλέον]] («ἄλγε' ἔδωκεν... ἡδ' ἔτι δώσει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[μετά]] από αυτά, στο [[μέλλον]], στο [[εξής]]<br /><b>6.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐκ ἔτι</i> ή [[οὐκέτι]]<br />όχι [[πλέον]] («ἢ οὐ πρὼ ἔτι ἐστίν;», <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (για [[βαθμίδα]])<br /><b>1.</b> [[ακόμη]], και επί [[πλέον]], [[ακόμη]] περισσότερο, [[προσέτι]] («ἔτι δέ» — και επί [[πλέον]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με συγκριτ. βαθμό) <b>φρ.</b> «ἔτι μᾶλλον», «ἔτι καὶ μᾶλλον», «ἔτι [[πλέον]]» — [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>3.</b> (και με θετ. βαθμό) α) «ἔτι [[μάλα]]» — [[ακόμη]] περισσότερο<br />β) «ἔτι [[τοίνυν]] τοσόνδε» — [[άλλο]] τόσο, <b>Πλάτ.</b><br />γ) «ἔτι ἄνω» — [[ακόμη]] πιο [[πάνω]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως αρχ. ινδ. <i>ati</i>, αβεστ. <i>aiti</i>-, λατ. <i>et</i> «και», γοτθ. <i>ip</i> «δε, και», φρυγ. <i>ετι</i> (-<i>τετικμενος</i>), και ανάγεται σε IE <i>eti</i> «επί [[πλέον]], [[επίσης]]». Η λ. απαντά και ως β' συνθετικό με προθέσεις και αρνητικά μόρια (πρβλ. <i>εισ</i>-<i>έτι</i>, <i>ουκ</i>-<i>έτι</i>, <i>προσ</i>-<i>έτι</i> <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εισέτι]], [[εξέτι]], [[μηκέτι]], [[ουκέτι]], [[προσέτι]].
}}
}}