Anonymous

μεν: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes added ,  27 March 2021
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
(24)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM μέν)<br />(ως [[αντιθετικός]] και [[εναντιωματικός]] σύνδ.) δεν τίθεται [[ποτέ]] στην [[αρχή]] προτάσεως, [[αλλά]] κανονικά [[μετά]] τη [[λέξη]] στην οποία υπάρχει ή νοείται [[αντίθεση]] και ακολουθείται από τον σύνδεσμο <i>δε</i>, [[συνήθως]] για να δηλώσει [[αντίθεση]], πολλές φορές όμως και [[χωρίς]] να υπάρχει πραγματική [[αντίθεση]], στις προτάσεις (α. «παῑδες δύο, [[πρεσβύτερος]] μὲν Ἀρταξέρξης, [[νεώτερος]] δὲ Κῡρος», <b>Ξεν.</b> β. «Ξέρξης μὲν ἄγαγεν..., Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολλές φορές [[αντί]] του <i>δε</i> υπάρχει το <i>όμως</i> ή το [[αλλά]] («εγώ μεν πήγα, [[εκείνος]] όμως δεν ήλθε»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «και ο μεν και ο δε» — και αυτός και [[εκείνος]], και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]<br />β) «αφ' ενός μεν» — από τη μια [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[μόριο]])<br /><b>1.</b> (χρησιμοποιείται για να εκφράσει [[βεβαιότητα]] από την [[πλευρά]] του ομιλητή ή του συγγραφέα) αληθινά, [[πράγματι]] (α. «ὡς μὲν ἐγὼ [[οἶμαι]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἀνδρὸς μὲν [[τόδε]] [[σῆμα]] [[πάλαι]] κατατεθνηῶτος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ως βεβαιωτικό [[επίσης]] συνοδεύεται από διάφορα άλλα μόρια, τα οποία διατηρούν τη [[δύναμη]] και τη [[σημασία]] τους, όπως: α) «μὲν ῥα», «μὲν ἄρα» — όπως [[είναι]] [[φυσικό]], [[επομένως]]<br />β) «μὲν γάρ», «μὲν γὰρ δή», «μὲν γὰρ τι» — βεβαίως, [[διότι]] βεβαίως<br />γ) «μέν γε» — βεβαίως, [[δηλαδή]]<br />δ) «μέν δή»<br />i) για [[δήλωση]] θετικής βεβαιότητας [[αυτού]] που ομιλεί ή που γράφει<br />ii) σε συμπεράσματα ή σε συμπερασματικές εκφράσεις<br />iii) σε αποκρίσεις για [[δήλωση]] πλήρους συγκατάνευσης<br />ε) «οὖ μὲν δή» ή «οὐ μὲν δή γε» — με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]]<br />στ) «μὲν οὖν» με [[ακολουθία]] του <i>δε</i><br />σε συχνή [[χρήση]], ενώ καθένα από τα μόρια διατηρεί τη δική του [[δύναμη]]<br /><b>3.</b> σε [[συνεκφορά]] με άλλα μόρια, τα οποία δεν διατηρούν τη [[σημασία]] τους, [[αλλά]] σχηματίζουν νέα [[έννοια]], όπως: α) «μέν γε» — [[τουλάχιστον]], [[οπωσδήποτε]]<br />β) «μὲν οὖν» και «μενοῡν» και, ιων. τ. «μὲν νῡν»<br />i) [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του <i>οὖν</i><br />ii) σε απαντήσεις, για ισχυρότερη [[βεβαίωση]] της ερώτησης με [[διόρθωση]] και συμπλήρωσή της<br />iii) (σε απαντήσεις, για [[έκφραση]] ισχυρής βεβαίωσης) [[μάλιστα]]<br />γ) «μενοῡν» και «μενοῡν γε»<br />(στην [[αρχή]] πρότασης) [[πράγματι]], ναι, [[μάλιστα]]<br />δ) «μέν τοι» και «[[μέντοι]]»<br />i) σε [[απαγόρευση]]<br />ii) όμως, [[αλλά]] όμως<br />iii) (σε έντονη [[διαμαρτυρία]]) βεβαίως<br />iv) (σε έντονη και οριστική [[βεβαίωση]]) ασφαλώς, βεβαίως, [[φυσικά]]<br />ν) με [[άρνηση]], για [[εκφορά]] ερώτησης με [[έμφαση]]<br />vi) σε [[έκφραση]] ανυπομονησίας<br />νii) με προστακτική, για [[ενίσχυση]] και εντονότερη [[έκφραση]] της προσταγής<br />viii) «καί... [[μέντοι]]»<br />(σε διηγήσεις, όταν προστίθεται [[κάτι]] άξιο λόγου) και [[λοιπόν]], και βέβαια, και που λες<br />ix) στον συνδυασμό «γε [[μέντοι]]», το <i>γε</i> ανήκει στην προηγούμενη [[λέξη]]<br />x) «[[αλλά]] [[μέντοι]]» — [[αλλά]] αληθινά, [[αλλά]] [[πράγματι]]<br />xi) στην [[κράση]] «μεντἄν» ([[μέντοι]] ἂν) καθεμιά από τις λέξεις διατηρεί τη [[δύναμη]] και τη [[σημασία]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. <i>μήν</i> (<i>Ι</i>)].
|mltxt=(ΑM μέν)<br />(ως [[αντιθετικός]] και [[εναντιωματικός]] σύνδ.) δεν τίθεται [[ποτέ]] στην [[αρχή]] προτάσεως, [[αλλά]] κανονικά [[μετά]] τη [[λέξη]] στην οποία υπάρχει ή νοείται [[αντίθεση]] και ακολουθείται από τον σύνδεσμο <i>δε</i>, [[συνήθως]] για να δηλώσει [[αντίθεση]], πολλές φορές όμως και [[χωρίς]] να υπάρχει πραγματική [[αντίθεση]], στις προτάσεις (α. «παῑδες δύο, [[πρεσβύτερος]] μὲν Ἀρταξέρξης, [[νεώτερος]] δὲ Κῡρος», <b>Ξεν.</b> β. «Ξέρξης μὲν ἄγαγεν..., Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολλές φορές [[αντί]] του <i>δε</i> υπάρχει το <i>όμως</i> ή το [[αλλά]] («εγώ μεν πήγα, [[εκείνος]] όμως δεν ήλθε»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «και ο μεν και ο δε» — και αυτός και [[εκείνος]], και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]<br />β) «αφ' ενός μεν» — από τη μια [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[μόριο]])<br /><b>1.</b> (χρησιμοποιείται για να εκφράσει [[βεβαιότητα]] από την [[πλευρά]] του ομιλητή ή του συγγραφέα) αληθινά, [[πράγματι]] (α. «ὡς μὲν ἐγὼ [[οἶμαι]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἀνδρὸς μὲν [[τόδε]] [[σῆμα]] [[πάλαι]] κατατεθνηῶτος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ως βεβαιωτικό [[επίσης]] συνοδεύεται από διάφορα άλλα μόρια, τα οποία διατηρούν τη [[δύναμη]] και τη [[σημασία]] τους, όπως: α) «μὲν ῥα», «μὲν ἄρα» — όπως [[είναι]] [[φυσικό]], [[επομένως]]<br />β) «μὲν γάρ», «μὲν γὰρ δή», «μὲν γὰρ τι» — βεβαίως, [[διότι]] βεβαίως<br />γ) «μέν γε» — βεβαίως, [[δηλαδή]]<br />δ) «μέν δή»<br />i) για [[δήλωση]] θετικής βεβαιότητας [[αυτού]] που ομιλεί ή που γράφει<br />ii) σε συμπεράσματα ή σε συμπερασματικές εκφράσεις<br />iii) σε αποκρίσεις για [[δήλωση]] πλήρους συγκατάνευσης<br />ε) «οὖ μὲν δή» ή «οὐ μὲν δή γε» — με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]]<br />στ) «μὲν οὖν» με [[ακολουθία]] του <i>δε</i><br />σε συχνή [[χρήση]], ενώ καθένα από τα μόρια διατηρεί τη δική του [[δύναμη]]<br /><b>3.</b> σε [[συνεκφορά]] με άλλα μόρια, τα οποία δεν διατηρούν τη [[σημασία]] τους, [[αλλά]] σχηματίζουν νέα [[έννοια]], όπως: α) «μέν γε» — [[τουλάχιστον]], [[οπωσδήποτε]]<br />β) «μὲν οὖν» και «μενοῦν
» και, ιων. τ. «μὲν νῡν»<br />i) [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του <i>οὖν</i><br />ii) σε απαντήσεις, για ισχυρότερη [[βεβαίωση]] της ερώτησης με [[διόρθωση]] και συμπλήρωσή της<br />iii) (σε απαντήσεις, για [[έκφραση]] ισχυρής βεβαίωσης) [[μάλιστα]]<br />γ) «μενοῦν
» και «μενοῦν
γε»<br />(στην [[αρχή]] πρότασης) [[πράγματι]], ναι, [[μάλιστα]]<br />δ) «μέν τοι» και «[[μέντοι]]»<br />i) σε [[απαγόρευση]]<br />ii) όμως, [[αλλά]] όμως<br />iii) (σε έντονη [[διαμαρτυρία]]) βεβαίως<br />iv) (σε έντονη και οριστική [[βεβαίωση]]) ασφαλώς, βεβαίως, [[φυσικά]]<br />ν) με [[άρνηση]], για [[εκφορά]] ερώτησης με [[έμφαση]]<br />vi) σε [[έκφραση]] ανυπομονησίας<br />νii) με προστακτική, για [[ενίσχυση]] και εντονότερη [[έκφραση]] της προσταγής<br />viii) «καί... [[μέντοι]]»<br />(σε διηγήσεις, όταν προστίθεται [[κάτι]] άξιο λόγου) και [[λοιπόν]], και βέβαια, και που λες<br />ix) στον συνδυασμό «γε [[μέντοι]]», το <i>γε</i> ανήκει στην προηγούμενη [[λέξη]]<br />x) «[[αλλά]] [[μέντοι]]» — [[αλλά]] αληθινά, [[αλλά]] [[πράγματι]]<br />xi) στην [[κράση]] «μεντἄν» ([[μέντοι]] ἂν) καθεμιά από τις λέξεις διατηρεί τη [[δύναμη]] και τη [[σημασία]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. <i>μήν</i> (<i>Ι</i>)].
}}
}}