Anonymous

σκυτοδέψης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκυτόδεψος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], [[μπαλωματής]] («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]]), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
|mltxt=και [[σκυτόδεψος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], [[μπαλωματής]] («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῦν
αι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]]), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm