Anonymous

μῆλον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[μῆλον]], Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)<br /><b>βλ.</b> [[μήλο]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆλον]], βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πρόβατο]] ή [[αίγα]] («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι [[μῆλον]] ἀποκτάνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταύρος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[αιγοπρόβατα]]<br />β) [[ποίμνιο]]<br />γ) [[αγέλη]] ζώων<br />δ) (γενικά) ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (ειδικά) ζώο για [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>m</i><i>ē</i><i>lo</i>- ή <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i> «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> «μικρό ζώο» [[αλλά]] και με αρμ. <i>mal</i> «[[πρόβατο]]». Με [[βάση]] τον ΙΕ τ. <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i>- το ελλ. [[μῆλον]] μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «[[μικρός]], [[λεπτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>smal</i>, αγγλ. <i>small</i>). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>μηλος</i> και σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Εύ</i>-<i>μηλος</i>, <i>Καλλί</i>-<i>μηλος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>μηλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηλωτή]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλάτης]], [[μήλειος]](ΙΙ), [[μηλίς]](ΙΙ), [[μηλίτης]](ΙΙ), [[μηλωτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηλολόνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλιαυθμός]], [[μηλοβατώ]], [[μηλοβοσκός]], [[μηλόβοτος]], [[μηλογενής]], <i>μηλοδαΐκτας</i>, [[μηλοδόκος]], [[μηλοθύτης]], [[μηλόκερως]], [[μηλοκλόπος]], [[μηλοκόμος]], [[μηλοκτόνος]], [[μηλονόμης]], [[μηλονόμος]], [[μηλοσκόπος]], [[μηλοσόη]], [[μηλοσσόος]], [[μηλοσφάγος]], [[μηλοτρόφος]], [[μηλοφάγος]] (ΙΙ), [[μηλοφόνος]], [[μηλοφύλαξ]] (II). (Β' συνθετικό σε -<i>μηλος</i>) <b>αρχ.</b> [[δεξίμηλος]], [[εύμηλος]], [[φερέμηλος]], [[φιλόμηλος]], [[φυξίμηλος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[μῆλον]], Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)<br /><b>βλ.</b> [[μήλο]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆλον]], βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πρόβατο]] ή [[αίγα]] («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν
ἠέ τι [[μῆλον]] ἀποκτάνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταύρος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[αιγοπρόβατα]]<br />β) [[ποίμνιο]]<br />γ) [[αγέλη]] ζώων<br />δ) (γενικά) ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (ειδικά) ζώο για [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>m</i><i>ē</i><i>lo</i>- ή <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i> «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> «μικρό ζώο» [[αλλά]] και με αρμ. <i>mal</i> «[[πρόβατο]]». Με [[βάση]] τον ΙΕ τ. <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i>- το ελλ. [[μῆλον]] μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «[[μικρός]], [[λεπτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>smal</i>, αγγλ. <i>small</i>). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>μηλος</i> και σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Εύ</i>-<i>μηλος</i>, <i>Καλλί</i>-<i>μηλος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>μηλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηλωτή]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλάτης]], [[μήλειος]](ΙΙ), [[μηλίς]](ΙΙ), [[μηλίτης]](ΙΙ), [[μηλωτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηλολόνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλιαυθμός]], [[μηλοβατώ]], [[μηλοβοσκός]], [[μηλόβοτος]], [[μηλογενής]], <i>μηλοδαΐκτας</i>, [[μηλοδόκος]], [[μηλοθύτης]], [[μηλόκερως]], [[μηλοκλόπος]], [[μηλοκόμος]], [[μηλοκτόνος]], [[μηλονόμης]], [[μηλονόμος]], [[μηλοσκόπος]], [[μηλοσόη]], [[μηλοσσόος]], [[μηλοσφάγος]], [[μηλοτρόφος]], [[μηλοφάγος]] (ΙΙ), [[μηλοφόνος]], [[μηλοφύλαξ]] (II). (Β' συνθετικό σε -<i>μηλος</i>) <b>αρχ.</b> [[δεξίμηλος]], [[εύμηλος]], [[φερέμηλος]], [[φιλόμηλος]], [[φυξίμηλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm