Anonymous

σύνταξη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύνταξις]], -άξεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταξις, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> η σύμφωνα με ορισμένη [[τάξη]] [[διευθέτηση]], [[διάταξη]]<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] μονάδας στρατού ή πολεμικών πλοίων σε πυκνό σχηματισμό και [[κατά]] οργανικά τμήματα<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[πλοκή]] τών λέξεων στον γραπτό και προφορικό λόγο σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που προβλέπονται από το ειδικό [[μέρος]] της γραμματικής, το [[συντακτικό]] (α. «η [[σύνταξη]] της φράσης [[είναι]] εσφαλμένη» β. «τὴν σύνταξιν τῶν ὀνομάτων», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατύπωση]], [[σύνθεση]] κειμένου, [[συγγραφή]] (α. «[[σύνταξη]] λεξικού» β. «[[σύνταξη]] συμβολαίου»)<br /><b>2.</b> το προσωπικό που εργάζεται για τη [[συγγραφή]] της ύλης περιοδικού, εφημερίδας, λεξικού ή άλλου επιστημονικού, [[συνήθως]] πολύτομου, έργου («όλα τα [[μέλη]] της σύνταξης ήταν παρόντα»)<br /><b>3.</b> [[κατάρτιση]], [[απαρτισμός]], φτειάξιμο (α. «[[σύνταξη]] [[χάρτη]]» β. «[[σύνταξη]] τών εκλογικών καταλόγων»)<br /><b>4.</b> μηνιαίο χρηματικό [[ποσό]] το οποίο καταβάλλεται ισόβια ή επί ένα καθορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από ασφαλιστικό οργανισμό σε εργαζόμενο που [[είναι]] ασφαλισμένος σ' αυτόν και έχει συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο ηλικίας και χρόνο υπηρεσίας ή έχει παύσει να εργάζεται λόγω ατυχήματος ή στην [[οικογένεια]] του σε [[περίπτωση]] θανάτου του<br /><b>5.</b> (ως προστ.) [[σύνταξη]]!</i><br />[[παράγγελμα]] για τη [[συγκέντρωση]] και [[παράταξη]] σε ζυγούς και στοίχους στρατιωτικής μονάδας ή γυμναζόμενων μαθητών ή αθλητών<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[αριθμός]] σύνταξης»<br /><b>χημ.</b> [[αριθμός]], [[συγγενής]] με το [[σθένος]], ο [[οποίος]] εκφράζει το [[πλήθος]] τών ατόμων, ιόντων ή μορίων που περιβάλλουν ένα συγκεκριμένο [[άτομο]] μιας χημικής ένωσης, όπως [[είναι]] λ.χ. το κεντρικό [[άτομο]] ενός συμπλόκου<br /><b>μσν.</b><br />[[συνέχεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκροτημένο [[σώμα]] στρατιωτών (α. «ἡ εἰς τοὺς μύριους [[σύνταξις]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[εἶναι]] δὲ σύνταξιν Ἑλληνικὴν μυρίας μὲν ἀσπίδας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> παρατεταγμένο [[στράτευμα]], [[στρατός]] σε [[παράταξη]] («κατενόησέ πως τὴν στρατιωτικήν σύνταξιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] οργάνωσης, [[σύστημα]], [[οργανισμός]] (α. «ὅλον τὸν τρόπον τῆς συντάξεως», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «[[σύνταξις]] τῆς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κανόνας]]<br /><b>5.</b> η [[τάξη]] του σύμπαντος («ἐν περιφορᾷ τῆς ὅλης συντάξεως», Σωσίπ.)<br /><b>6.</b> [[σύσταση]], [[ιδιοσυστασία]], [[τρόπος]] συγκρότησης («εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν [[ἄλλην]] σύνταξιν τῶν μερῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σύγγραμμα]], [[πραγματεία]], [[βιβλίο]]<br /><b>8.</b> [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]], [[συνθήκη]] (α. «ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σύνταξιν ἔπλει», <b>Πολ.</b><br />β. «[[ὥσπερ]] ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> (κατ' ευφημ.) επιβαλλόμενη [[συνεισφορά]], [[φόρος]] (α. «σύνταξιν τελεῖν», Αισχίν.<br />β. «σύνταξιν δοῡναι», Ισοκρ.)<br /><b>10.</b> [[πληρωμή]], [[αμοιβή]], [[μισθός]] (α. «οἱ δὲ στρατιῶται λαμβάνοντες τὰς μεμερισμένας συντάξεις», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[οὔτε]] τὰς συντάξεις Διοπείθει δίδομεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εκχώρηση]], [[μεταβίβαση]] («ὅσοι... ἐν συντάξει... ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν», πάπ.)<br /><b>12.</b> [[τρόπος]] συνδυασμού ήχων, [[διάταξη]] μουσικών φθόγγων<br /><b>13.</b> [[κατασκευή]], [[σχηματισμός]] («ἡ [[σύνταξις]] τοῦ περιθύρου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συλλογή]] πραγματειών («λογικοῡ τόπου τοῦ περὶ τὰ πράγματα, [[σύνταξις]] πρώτη», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[σύνταξις]] τοῦ ἐνιαυτοῡ» — το ημερολογιακό [[έτος]] <b>επιγρ.</b><br />β) «Περὶ συντάξεως» — [[τίτλος]] έργου του Απολλώνιου του Δύσκολου <b>(Στωικ.)</b><br />γ) «Περὶ τῆς συντάξεως τῶν λεγομένων» — [[τίτλος]] έργου τοῦ Χρυσίππου.
|mltxt=η / [[σύνταξις]], -άξεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταξις, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> η σύμφωνα με ορισμένη [[τάξη]] [[διευθέτηση]], [[διάταξη]]<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] μονάδας στρατού ή πολεμικών πλοίων σε πυκνό σχηματισμό και [[κατά]] οργανικά τμήματα<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[πλοκή]] τών λέξεων στον γραπτό και προφορικό λόγο σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που προβλέπονται από το ειδικό [[μέρος]] της γραμματικής, το [[συντακτικό]] (α. «η [[σύνταξη]] της φράσης [[είναι]] εσφαλμένη» β. «τὴν σύνταξιν τῶν ὀνομάτων», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατύπωση]], [[σύνθεση]] κειμένου, [[συγγραφή]] (α. «[[σύνταξη]] λεξικού» β. «[[σύνταξη]] συμβολαίου»)<br /><b>2.</b> το προσωπικό που εργάζεται για τη [[συγγραφή]] της ύλης περιοδικού, εφημερίδας, λεξικού ή άλλου επιστημονικού, [[συνήθως]] πολύτομου, έργου («όλα τα [[μέλη]] της σύνταξης ήταν παρόντα»)<br /><b>3.</b> [[κατάρτιση]], [[απαρτισμός]], φτειάξιμο (α. «[[σύνταξη]] [[χάρτη]]» β. «[[σύνταξη]] τών εκλογικών καταλόγων»)<br /><b>4.</b> μηνιαίο χρηματικό [[ποσό]] το οποίο καταβάλλεται ισόβια ή επί ένα καθορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από ασφαλιστικό οργανισμό σε εργαζόμενο που [[είναι]] ασφαλισμένος σ' αυτόν και έχει συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο ηλικίας και χρόνο υπηρεσίας ή έχει παύσει να εργάζεται λόγω ατυχήματος ή στην [[οικογένεια]] του σε [[περίπτωση]] θανάτου του<br /><b>5.</b> (ως προστ.) [[σύνταξη]]!</i><br />[[παράγγελμα]] για τη [[συγκέντρωση]] και [[παράταξη]] σε ζυγούς και στοίχους στρατιωτικής μονάδας ή γυμναζόμενων μαθητών ή αθλητών<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[αριθμός]] σύνταξης»<br /><b>χημ.</b> [[αριθμός]], [[συγγενής]] με το [[σθένος]], ο [[οποίος]] εκφράζει το [[πλήθος]] τών ατόμων, ιόντων ή μορίων που περιβάλλουν ένα συγκεκριμένο [[άτομο]] μιας χημικής ένωσης, όπως [[είναι]] λ.χ. το κεντρικό [[άτομο]] ενός συμπλόκου<br /><b>μσν.</b><br />[[συνέχεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκροτημένο [[σώμα]] στρατιωτών (α. «ἡ εἰς τοὺς μύριους [[σύνταξις]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[εἶναι]] δὲ σύνταξιν Ἑλληνικὴν μυρίας μὲν ἀσπίδας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> παρατεταγμένο [[στράτευμα]], [[στρατός]] σε [[παράταξη]] («κατενόησέ πως τὴν στρατιωτικήν σύνταξιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] οργάνωσης, [[σύστημα]], [[οργανισμός]] (α. «ὅλον τὸν τρόπον τῆς συντάξεως», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «[[σύνταξις]] τῆς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κανόνας]]<br /><b>5.</b> η [[τάξη]] του σύμπαντος («ἐν περιφορᾷ τῆς ὅλης συντάξεως», Σωσίπ.)<br /><b>6.</b> [[σύσταση]], [[ιδιοσυστασία]], [[τρόπος]] συγκρότησης («εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν [[ἄλλην]] σύνταξιν τῶν μερῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σύγγραμμα]], [[πραγματεία]], [[βιβλίο]]<br /><b>8.</b> [[συμβόλαιο]], [[συμφωνία]], [[συνθήκη]] (α. «ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σύνταξιν ἔπλει», <b>Πολ.</b><br />β. «[[ὥσπερ]] ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> (κατ' ευφημ.) επιβαλλόμενη [[συνεισφορά]], [[φόρος]] (α. «σύνταξιν τελεῖν», Αισχίν.<br />β. «σύνταξιν δοῦν
αι», Ισοκρ.)<br /><b>10.</b> [[πληρωμή]], [[αμοιβή]], [[μισθός]] (α. «οἱ δὲ στρατιῶται λαμβάνοντες τὰς μεμερισμένας συντάξεις», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[οὔτε]] τὰς συντάξεις Διοπείθει δίδομεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εκχώρηση]], [[μεταβίβαση]] («ὅσοι... ἐν συντάξει... ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν», πάπ.)<br /><b>12.</b> [[τρόπος]] συνδυασμού ήχων, [[διάταξη]] μουσικών φθόγγων<br /><b>13.</b> [[κατασκευή]], [[σχηματισμός]] («ἡ [[σύνταξις]] τοῦ περιθύρου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συλλογή]] πραγματειών («λογικοῡ τόπου τοῦ περὶ τὰ πράγματα, [[σύνταξις]] πρώτη», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[σύνταξις]] τοῦ ἐνιαυτοῡ» — το ημερολογιακό [[έτος]] <b>επιγρ.</b><br />β) «Περὶ συντάξεως» — [[τίτλος]] έργου του Απολλώνιου του Δύσκολου <b>(Στωικ.)</b><br />γ) «Περὶ τῆς συντάξεως τῶν λεγομένων» — [[τίτλος]] έργου τοῦ Χρυσίππου.
}}
}}