Anonymous

τριβούνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[άρχοντας]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>)<br /><b>1.</b> [[διοικητής]] τών ταγμάτων του στρατού ο [[οποίος]] υπαγόταν στον δρουγγάριο ή μοτράρχη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριβοῡνος τοῦ στάβλου» — ο [[διοικητής]] τών βασιλικών στάβλων<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. [[Ρώμη]])<br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] ή [[πολιτικός]] [[αξιωματούχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιωτικοί τριβοῡνοι» — διοικητές του πεζικού<br />β) «τριβοῡνοι τοῦ δημοσίου ταμείου»<br />i) <b>πιθ.</b> αξιωματούχοι που συνέλεγαν τον [[φόρο]] και διένεμαν τον [[μισθό]] τών στρατιωτών στις φυλές<br />ii) ([[μετά]] το 168 π.Χ.) ιδιαίτερη [[τάξη]], [[αμέσως]] κατώτερη από τους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tribunus</i> «[[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]»].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[άρχοντας]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>)<br /><b>1.</b> [[διοικητής]] τών ταγμάτων του στρατού ο [[οποίος]] υπαγόταν στον δρουγγάριο ή μοτράρχη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριβοῦν
ος τοῦ στάβλου» — ο [[διοικητής]] τών βασιλικών στάβλων<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. [[Ρώμη]])<br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] ή [[πολιτικός]] [[αξιωματούχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιωτικοί τριβοῦν
οι» — διοικητές του πεζικού<br />β) «τριβοῦν
οι τοῦ δημοσίου ταμείου»<br />i) <b>πιθ.</b> αξιωματούχοι που συνέλεγαν τον [[φόρο]] και διένεμαν τον [[μισθό]] τών στρατιωτών στις φυλές<br />ii) ([[μετά]] το 168 π.Χ.) ιδιαίτερη [[τάξη]], [[αμέσως]] κατώτερη από τους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tribunus</i> «[[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]»].
}}
}}