Anonymous

ψιμυθιώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
(47c)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ψιμυθιῶ, -όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, -όω, Α [[ψίμυθος]] / -<i>ύθιον</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλείφω]] το [[πρόσωπο]] με καλλυντικά, φτειασιδώνω<br /><b>αρχ.</b><br />[[λευκαίνω]] το [[πρόσωπο]] με [[ψιμύθιο]] («ἐψιμυθιῶσθαι<br />προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα Ετυμολογικόν).
|mltxt=ψιμυθιῶ, -όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, -όω, Α [[ψίμυθος]] / -<i>ύθιον</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλείφω]] το [[πρόσωπο]] με καλλυντικά, φτειασιδώνω<br /><b>αρχ.</b><br />[[λευκαίνω]] το [[πρόσωπο]] με [[ψιμύθιο]] («ἐψιμυθιῶσθαι<br />προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῦν
τι», Μέγα Ετυμολογικόν).
}}
}}