Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπράκτωρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῦν
αι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm