Anonymous

πομπή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />πανηγυρική ή θρησκευτική [[συνοδεία]] με τη [[συμμετοχή]] πολλών [[μαζί]] ανθρώπων (α. «[[πομπή]] Επιταφίου» β. «νεκρική [[πομπή]]» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεία]] πολλών [[μαζί]] προσώπων ή οχημάτων<br /><b>2.</b> [[διαπόμπευση]]<br /><b>3.</b> [[ντροπή]], [[αίσχος]], όνειδος<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άξιος]] χλευασμού, [[επονείδιστος]], [[αξιοκαταφρόνητος]]<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> [[τέλος]] μιας ενόργανης σύνθεσης με μεγαλόπρεπο χαρακτήρα που μοιάζει με [[εμβατήριο]] και θυμίζει το [[πέρασμα]] μιας πομπής<br /><b>6.</b> [[χαρακτηρισμός]] για μικρόσωμη ή καχεκτική [[γυναίκα]] («μια τοσηδά [[πομπή]] και σού κάνει τον καμπόσο»<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «εν [[πομπή]]» ή «εν [[πομπή]] και παρατάξει» — πανηγυρικώς<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[ούτε]] πόρτα [[χωρίς]] [[καρφί]], [[ούτε]] [[σπίτι]] [[χωρίς]] [[πομπή]]» — [[κάθε]] [[οικογένεια]] έχει [[κάτι]] άξιο ψόγου<br />β) «εμάκρυναν οι ποδιές τους και σκεπάσαν τις πομπές τους» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο [[πλούτος]] καλύπτει τον ηθικό ρύπο<br />γ) «κάθεται η [[πομπή]] στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο» ή «βγήκε η [[πομπή]] στις στράτες και πομπεύει τους διαβάτες» — λέγεται γι' αυτούς που, ενώ [[είναι]] άξιοι χλευασμού, χλευάζουν τους άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπομπή]]<br /><b>2.</b> τελετουργική [[πορεία]] μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με σεμνό, θρησκευτικό ή ευρύτερα εορταστικό [[ακόμη]] κι εύθυμο χαρακτήρα, η οποία από την κλασική [[εποχή]] κι [[εξής]] περιορίστηκε σε εκδηλώσεις συνδεδεμένες<br />αποκλειστικά με τη [[λατρεία]], αφορούσε [[κυρίως]] παρελάσεις που γίνονταν σε γιορτές και [[κατά]] τις οποίες η [[πόλη]] οργάνωνε πανηγυρική [[συνοδοιπορία]] για την [[προσφορά]] θυσίας σε κάποιο θεό, εντασσόταν [[πάντα]] σε μια [[γιορτή]] ή [[πανήγυρη]], και [[σιγά]] [[σιγά]] εντάχθηκε στις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής τών δημοκρατικών πολιτειών, προσλαμβάνοντας, [[εκτός]] από θρησκευτικό, και πολιτικό χαρακτήρα, [[εκδήλωση]] της οποίας η [[διοργάνωση]] ήταν [[ευθύνη]] τών αρχόντων της πόλης και τα έξοδά της καλύπτονταν [[κυρίως]] από τις χορηγίες<br /><b>3.</b> (στη [[Ρώμη]]) ο [[κυρίως]] [[θρίαμβος]], θριαμβευτική [[πομπή]] Ρωμαίων στρατηγών και αργότερα τών αυτοκρατόρων<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών οδηγών μιας πομπής, το [[σύνολο]] τών προπομπών<br /><b>5.</b> [[πνοή]] ανέμου<br /><b>6.</b> [[αποστολή]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] [[επίδειξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μήλων πομπά» — τα κρέατα προβάτων που θυσιάστηκαν και τα οποία μεταφέρονταν σε [[πομπή]]<br />β) «ὑπὸ πομπῆς» — σε [[πομπή]]<br />γ) «[[τείνω]] πομπήν» — [[οδηγώ]] πολυάριθμο στρατιωτικό [[σώμα]] σε [[εκστρατεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[πέμπω]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ., <b>βλ. λ.</b> [[πέμπω]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />πανηγυρική ή θρησκευτική [[συνοδεία]] με τη [[συμμετοχή]] πολλών [[μαζί]] ανθρώπων (α. «[[πομπή]] Επιταφίου» β. «νεκρική [[πομπή]]» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦν
το», Ηρακλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεία]] πολλών [[μαζί]] προσώπων ή οχημάτων<br /><b>2.</b> [[διαπόμπευση]]<br /><b>3.</b> [[ντροπή]], [[αίσχος]], όνειδος<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άξιος]] χλευασμού, [[επονείδιστος]], [[αξιοκαταφρόνητος]]<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> [[τέλος]] μιας ενόργανης σύνθεσης με μεγαλόπρεπο χαρακτήρα που μοιάζει με [[εμβατήριο]] και θυμίζει το [[πέρασμα]] μιας πομπής<br /><b>6.</b> [[χαρακτηρισμός]] για μικρόσωμη ή καχεκτική [[γυναίκα]] («μια τοσηδά [[πομπή]] και σού κάνει τον καμπόσο»<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «εν [[πομπή]]» ή «εν [[πομπή]] και παρατάξει» — πανηγυρικώς<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[ούτε]] πόρτα [[χωρίς]] [[καρφί]], [[ούτε]] [[σπίτι]] [[χωρίς]] [[πομπή]]» — [[κάθε]] [[οικογένεια]] έχει [[κάτι]] άξιο ψόγου<br />β) «εμάκρυναν οι ποδιές τους και σκεπάσαν τις πομπές τους» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο [[πλούτος]] καλύπτει τον ηθικό ρύπο<br />γ) «κάθεται η [[πομπή]] στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο» ή «βγήκε η [[πομπή]] στις στράτες και πομπεύει τους διαβάτες» — λέγεται γι' αυτούς που, ενώ [[είναι]] άξιοι χλευασμού, χλευάζουν τους άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπομπή]]<br /><b>2.</b> τελετουργική [[πορεία]] μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με σεμνό, θρησκευτικό ή ευρύτερα εορταστικό [[ακόμη]] κι εύθυμο χαρακτήρα, η οποία από την κλασική [[εποχή]] κι [[εξής]] περιορίστηκε σε εκδηλώσεις συνδεδεμένες<br />αποκλειστικά με τη [[λατρεία]], αφορούσε [[κυρίως]] παρελάσεις που γίνονταν σε γιορτές και [[κατά]] τις οποίες η [[πόλη]] οργάνωνε πανηγυρική [[συνοδοιπορία]] για την [[προσφορά]] θυσίας σε κάποιο θεό, εντασσόταν [[πάντα]] σε μια [[γιορτή]] ή [[πανήγυρη]], και [[σιγά]] [[σιγά]] εντάχθηκε στις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής τών δημοκρατικών πολιτειών, προσλαμβάνοντας, [[εκτός]] από θρησκευτικό, και πολιτικό χαρακτήρα, [[εκδήλωση]] της οποίας η [[διοργάνωση]] ήταν [[ευθύνη]] τών αρχόντων της πόλης και τα έξοδά της καλύπτονταν [[κυρίως]] από τις χορηγίες<br /><b>3.</b> (στη [[Ρώμη]]) ο [[κυρίως]] [[θρίαμβος]], θριαμβευτική [[πομπή]] Ρωμαίων στρατηγών και αργότερα τών αυτοκρατόρων<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών οδηγών μιας πομπής, το [[σύνολο]] τών προπομπών<br /><b>5.</b> [[πνοή]] ανέμου<br /><b>6.</b> [[αποστολή]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] [[επίδειξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μήλων πομπά» — τα κρέατα προβάτων που θυσιάστηκαν και τα οποία μεταφέρονταν σε [[πομπή]]<br />β) «ὑπὸ πομπῆς» — σε [[πομπή]]<br />γ) «[[τείνω]] πομπήν» — [[οδηγώ]] πολυάριθμο στρατιωτικό [[σώμα]] σε [[εκστρατεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[πέμπω]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ., <b>βλ. λ.</b> [[πέμπω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm