Anonymous

σπεῖρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῦν " to "οῦν"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / σπεῑρα, ΝΜΑ, και δ. γρφ<br />σπῑρα Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] στριμμένο ελικοειδώς, [[καθώς]] και [[κάθε]] έλικά του (α. «η [[τρίτη]] [[σπείρα]] του ελατηρίου» β. «ποιεῖν τι [[οἷον]] σπεῑραν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> η [[βάση]] του ιωνικού κίονα, η οποία με τις ραβδωτές εσοχές και προεξοχές της δίνει την [[εικόνα]] στρεπτού αντικειμένου, και [[κυρίως]] το κυρτό της [[μέρος]], αλλ. [[τόρος]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> η [[επιφάνεια]] που ορίζεται όταν [[ένας]] [[κύκλος]] περιστραφεί στον χώρο [[γύρω]] από έναν άξονα ο [[οποίος]] βρίσκεται στο επίπεδό του [[αλλά]] δεν τον τέμνει<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σπείρες</i> και αἱ <i>σπεῑραι</i><br />οι κουλούρες του σώματος ερπετού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> α) [[καμπύλη]] που βρίσκεται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] κυλίνδρου ή κώνου και τέμνει τα στοιχεία του υπό σταθερή [[γωνία]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> επίπεδες καμπύλες γραμμές που περιβάλλουν ένα [[σημείο]] άπειρες φορές και με [[κάθε]] [[στροφή]] το προσεγγίζουν ή απομακρύνονται από αυτό<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> [[στοιχείο]] μιας περιέλιξης το οποίο παρουσιάζει κυκλικό [[σχήμα]] και έχει τα [[άκρα]] του πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> καθένα από τα πλήρη ελικοειδή τμήματα ενός σπειρώματος<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> το [[σύνολο]] τών γύρων ενός συνεστραμμένου οστράκου<br /><b>5.</b> οργανωμένη [[ομάδα]] κακοποιών (α. «[[σπείρα]] λαθρεμπόρων» β. «[[σπείρα]] απατεώνων»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ανταγωνιστικές σπείρες»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> σπείρες ενός επαγωγέα ή ενός επαγώγιμου μιας ηλεκτρικής μηχανής που εξουδετερώνουν η μια το μαγνητικό [[αποτέλεσμα]] της άλλης<br />β) «[[σπείρα]] φύλλων»<br /><b>βοτ.</b> η γενετήσια [[σπείρα]], [[δηλαδή]] η υποθετική [[σπείρα]] που σχηματίζεται εάν αχθεί μια [[γραμμή]] που ενώνει τα [[σημεία]] έκφυσης τών φύλλων στα διαδοχικά γόνατα του βλαστού, σε μια συνεχή [[σειρά]] από τη [[βάση]] [[προς]] την [[κορυφή]]<br />γ) «σπείρες [[γαλαξιών]]»<br /><b>αστρον.</b> οι σπειροειδείς βραχίονες, [[δηλαδή]] το εξωτερικό [[τμήμα]] της [[ορατής]] δομής τών σπειροειδών [[γαλαξιών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μονάδα]] του ρωμαϊκού στρατού, [[κοόρτις]] («παραλαβόντες τον Ἰησοῦν
|mltxt=η / σπεῑρα, ΝΜΑ, και δ. γρφ<br />σπῑρα Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] στριμμένο ελικοειδώς, [[καθώς]] και [[κάθε]] έλικά του (α. «η [[τρίτη]] [[σπείρα]] του ελατηρίου» β. «ποιεῖν τι [[οἷον]] σπεῑραν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> η [[βάση]] του ιωνικού κίονα, η οποία με τις ραβδωτές εσοχές και προεξοχές της δίνει την [[εικόνα]] στρεπτού αντικειμένου, και [[κυρίως]] το κυρτό της [[μέρος]], αλλ. [[τόρος]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> η [[επιφάνεια]] που ορίζεται όταν [[ένας]] [[κύκλος]] περιστραφεί στον χώρο [[γύρω]] από έναν άξονα ο [[οποίος]] βρίσκεται στο επίπεδό του [[αλλά]] δεν τον τέμνει<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σπείρες</i> και αἱ <i>σπεῑραι</i><br />οι κουλούρες του σώματος ερπετού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> α) [[καμπύλη]] που βρίσκεται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] κυλίνδρου ή κώνου και τέμνει τα στοιχεία του υπό σταθερή [[γωνία]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> επίπεδες καμπύλες γραμμές που περιβάλλουν ένα [[σημείο]] άπειρες φορές και με [[κάθε]] [[στροφή]] το προσεγγίζουν ή απομακρύνονται από αυτό<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> [[στοιχείο]] μιας περιέλιξης το οποίο παρουσιάζει κυκλικό [[σχήμα]] και έχει τα [[άκρα]] του πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> καθένα από τα πλήρη ελικοειδή τμήματα ενός σπειρώματος<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> το [[σύνολο]] τών γύρων ενός συνεστραμμένου οστράκου<br /><b>5.</b> οργανωμένη [[ομάδα]] κακοποιών (α. «[[σπείρα]] λαθρεμπόρων» β. «[[σπείρα]] απατεώνων»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ανταγωνιστικές σπείρες»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> σπείρες ενός επαγωγέα ή ενός επαγώγιμου μιας ηλεκτρικής μηχανής που εξουδετερώνουν η μια το μαγνητικό [[αποτέλεσμα]] της άλλης<br />β) «[[σπείρα]] φύλλων»<br /><b>βοτ.</b> η γενετήσια [[σπείρα]], [[δηλαδή]] η υποθετική [[σπείρα]] που σχηματίζεται εάν αχθεί μια [[γραμμή]] που ενώνει τα [[σημεία]] έκφυσης τών φύλλων στα διαδοχικά γόνατα του βλαστού, σε μια συνεχή [[σειρά]] από τη [[βάση]] [[προς]] την [[κορυφή]]<br />γ) «σπείρες [[γαλαξιών]]»<br /><b>αστρον.</b> οι σπειροειδείς βραχίονες, [[δηλαδή]] το εξωτερικό [[τμήμα]] της [[ορατής]] δομής τών σπειροειδών [[γαλαξιών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μονάδα]] του ρωμαϊκού στρατού, [[κοόρτις]] («παραλαβόντες τον Ἰησοῦνεἰς τὸ [[πραιτώριον]] συνήγαγον ἐπ' αὐτον ὅλην τὴν σπεῑραν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στριμμένο δικτυωτό [[πλέγμα]], [[σπείραμα]]<br /><b>2.</b> [[κάλως]], [[παλαμάρι]]<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[κόμμωση]]<br /><b>4.</b> κυκλικό [[πλέγμα]] που τοποθετούσαν στο [[κεφάλι]] για να μεταφέρουν βάρη<br /><b>5.</b> συνεστραμμένες ίνες ξύλου, [[ρόζος]]<br /><b>6.</b> μικρή [[μονάδα]] του ρωμαϊκού στρατού, [[διλοχία]]<br /><b>7.</b> [[τακτική]] [[μονάδα]] του στρατού τών Πτολεμαίων<br /><b>8.</b> [[θρησκευτικός]] [[θίασος]], όμιλος λατρευτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σπεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπερ</i>-<i>jα</i>) και η λ. [[σπεῖρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπερ</i>-<i>jον</i>) [[πρέπει]] να προέρχονται από κάποιο ρ. με σημ. «[[λυγίζω]], [[στρέφω]], [[περιτυλίσσω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σπάρτο]], [[σπάργανο]]), το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε πιθ. λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. [[σπείρω]]. Ο τ. [[σπῖρα]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό του λατ. <i>spira</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
εἰς τὸ [[πραιτώριον]] συνήγαγον ἐπ' αὐτον ὅλην τὴν σπεῑραν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στριμμένο δικτυωτό [[πλέγμα]], [[σπείραμα]]<br /><b>2.</b> [[κάλως]], [[παλαμάρι]]<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[κόμμωση]]<br /><b>4.</b> κυκλικό [[πλέγμα]] που τοποθετούσαν στο [[κεφάλι]] για να μεταφέρουν βάρη<br /><b>5.</b> συνεστραμμένες ίνες ξύλου, [[ρόζος]]<br /><b>6.</b> μικρή [[μονάδα]] του ρωμαϊκού στρατού, [[διλοχία]]<br /><b>7.</b> [[τακτική]] [[μονάδα]] του στρατού τών Πτολεμαίων<br /><b>8.</b> [[θρησκευτικός]] [[θίασος]], όμιλος λατρευτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σπεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπερ</i>-<i>jα</i>) και η λ. [[σπεῖρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπερ</i>-<i>jον</i>) [[πρέπει]] να προέρχονται από κάποιο ρ. με σημ. «[[λυγίζω]], [[στρέφω]], [[περιτυλίσσω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σπάρτο]], [[σπάργανο]]), το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε πιθ. λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. [[σπείρω]]. Ο τ. [[σπῖρα]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό του λατ. <i>spira</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm